☣ 4/6/2003 5:45:00 πμ
Αθηναϊκή Δημοκρατία, ποια δημοκρατία;
Μια και ο κος Περλ ουσιαστικά μας ξέχεσε λέγοντας πως οι Η.Π.Α. δεν έκαναν τίποτ' άλλο από το να εφαρμόσουν στη πράξη στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και όλοι μας εξεγερθήκαμε, ας δούμε αν είχε δίκιο και σε ποια σημεία. Η συγκεκριμένη μελέτη είναι μελέτη αυτογνωσίας -συλλογικής αυτογνωσίας- την οποία καλό θα είναι να έχουμε υπόψιν μας, πριν αρχίζουμε να βρίζουμε δεξιά και αριστερά ωρυόμενοι για το δίκιο μας. Στην παρούσα μελέτη, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της αθηναϊκής δημοκρατίας βάσει της αφήγησης του Θουκυδίδη1. Επίσης, θα θίξουμε το ζήτημα της δουλείας βάσει των θέσεων του Αριστοτέλη2 για την απόκτηση της αρετής και την ενασχόληση με τα πολιτικά και το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην αρχαιοελληνική κοινωνία και πάλι βάσει συγκεκριμένου αποσπάσματος του Θουκυδίδη3. Παρόλο που εντοπίζονται τρία διαφορετικά και εξίσου σημαντικά ζητήματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, τρεις φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις μελέτης, στην πραγματικότητα οι τρεις περιπτώσεις αλληλοσυνδέονται στο πυκνό πλέγμα του κοινωνικού ιστού της αρχαίας Ελλάδας των κλασικών χρόνων. Το θέμα είναι υπερμέγεθες σε έκταση και για αυτό θα προσπαθήσουμε να θίξουμε εκείνα τα θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης κριτικής, κατά την άποψή μας, αποφεύγοντας γενικευμένες αναλύσεις, δεδομένες στη ευρύτατη βιβλιογραφία επί του θέματος.
Το ζήτημα της αθηναϊκής δημοκρατίας
Στη συγκεκριμένη αφήγηση ο Θουκυδίδης σε τέσσερις παραγράφους θέτει πολλά και διαφορετικά ζητήματα προς εξέταση4. Οπωσδήποτε, είναι γοητευτικός ο λόγος του αρχαίου ιστορικού, αλλά το παράδειγμα της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είναι ακριβώς πρότυπο για μίμηση με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Βέβαια, είναι πρωτότυπο το νομικό πλέγμα και οι θεσμοί που καθορίζουν ιστορικά την αθηναϊκή δημοκρατία, (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:579) ή επιβαλλόμενο μέσω της αθηναϊκής ηγεμονίας και κατά παράβασιν του αρχικού όρκου των Αθηναίων πως θα σεβαστούν το πολίτευμα των άλλων πόλεων, (Βotsford & Robinson 1995:184). Η λέξη παράδειγμα στο πρωτότυπο αναφέρεται πιθανώς στην πρεσβεία που στάλθηκε από τη Ρώμη στην Αθήνα το 454.Χ. για να εξετάσει τον σολώνειο κώδικα5, κάτι τέτοιο όμως δε συνιστά απόδειξη μίμησης. Πόσο μάλλον όταν η σύγχρονη εποπτική θέση μας παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε ότι "πολύ λίγα δημοκρατικά πολιτεύματα υπαγορεύθηκαν από την Αθήνα", (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:580).
Η δεύτερη θέση που υποστηρίζεται από το Θουκυδίδη αφορά στο χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατίας, που ήταν η διακυβέρνηση από την πλειοψηφία των πολιτών, μια πρωτοτυπία της αθηναϊκής δημοκρατίας από την άποψη της λήψης πολιτικών αποφάσεων, (G.E.M. de Ste Croix 1986:360). Θεωρητικά, η δημοκρατία ήταν κυβέρνηση του δήμου, είτε η λέξη εκλαμβάνεται για να υποδηλώσει το σώμα των πολιτών ή τους φτωχούς και τις κατώτερες τάξεις. Πρακτικά, όμως, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν ήταν δημοκρατία όλων των πολιτών, καθώς φαίνεται πως στην Αθήνα παρακολουθούσε τακτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου ένα μικρό ποσοστό πολιτών. Ακόμη και στην εποχή που υπήρχαν εγγεγραμμένοι 45.000 πολίτες, δεν ασκούσαν το δικαίωμα ψήφου περισσότεροι από 5-6000, (A. Andrewes 1999:140). Τα αίτια για τούτο το μικρό ποσοστό συμμετοχής μπορούν να αναζητηθούν πιθανώς σε οικονομικούς ή άλλους κοινωνικούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι ήταν απαιτητέα η ύπαρξη περιουσιακών τίτλων για την ανάληψη ορισμένων δημόσιων θέσεων, όπως εκείνη του θησαυροφύλακα ή άλλων, (G.E.M. de Ste Croix 1986:760) ή στην αδυναμία ανταπόκρισης των φτωχότερων πληθυσμιακών στρωμάτων της αττικής γης στις ανάγκες της διαρκούς μετακίνησης που απαιτούσε μια τέτοια συμμετοχή, (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:567).
Αν εξαιρέσουμε βέβαια αυτές τις ευαίσθητες οικονομικά θέσεις, για τις οποίες δε θα μπορούσε να είναι απαιτητή η επιστροφή του ποσού σε περίπτωση κατάχρησης από κάποιον φτωχό, οι αθηναίοι πολίτες ήταν δυνατόν να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, ειδικότερα μετά την καθιέρωση των μισθών6 και των θεωρικών7, (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:410-11), μιας μεταρρύθμισης που θεωρείται σημαντική για ορισμένους ερευνητές, παρόλο που ο καταβαλλόμενος μισθός ήταν μικρότερος από το μισθό ενός τεχνίτη, (G.E.M. de Ste Croix 1986:367). Τώρα το κατά πόσον οι θέσεις που δεν απαιτούσαν κάποια ιδιαίτερη γνώση και αποδίδονταν με κλήρο εξασφάλιζαν την αξιοκρατία που υπαινίσσεται ο Θουκυδίδης, είναι αμφίβολο. Σε ό,τι αφορά στην έννοια του ρήματος ευδοκιμεί στο πρωτότυπο κείμενο, είναι γεγονός πως για την επιλογή θέσεων που σχετίζονταν με στρατιωτικά θέματα όφειλε να είναι κανείς άξιος της θέσης του ή εν πάση περιπτώσει αρεστός στο δήμο, καθώς η εκλογή γινόταν με ανάταση των χειρών και φυσικά απαιτούσε τις απαραίτητες πελατειακές σχέσεις.
Όσον αφορά στην έννοια της ισονομίας, όπως προκύπτει από την αναφορά του Θουκυδίδη "μέτεστι δε κατά μεν τους νόμους προς τα ίδια διάφορα πάσι το ίσον...", απ' ό,τι φαίνεται ο Αριστοτέλης τη συναρτά με την έννοια της πολιτικής ισότητας8. Πιθανώς, όμως, τούτη η έννοια να έχει και μια διαφορετική απόχρωση, που πλησιάζει περισσότερο στη σύγχρονη έννοια περί "ανθρωπίνων δικαιωμάτων", (Μ. Ostwald, 1969:96-97)9. Σε κάθε περίπτωση η ισονομία και η ελευθερία, που τονίζεται στην αμέσως επόμενη πρόταση με το ελευθέρως, είναι δύο βασικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς διακαής πόθος των δημοκρατικών -όχι μόνον των Αθηναίων- ήταν η επίτευξη περισσότερης ελευθερίας, Τούτο πιστοποιείται από πολλές πηγές ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν η εχθρική κριτική του Πλάτωνα10 και του Ισοκράτη11, που υποδηλώνουν ότι ακόμα και οι αριστοκράτες αντίπαλοι της δημοκρατίας αποδέχονταν πως στόχος των δημοκρατικών ήταν η ελευθερία, έστω και αν θεωρούσαν πως μια τέτοια επιδίωξη οδηγούσε στην ασυδοσία.
Κατόπιν, ο αρχαίος ιστορικός -παρεμπιπτόντως αριστοκρατικός ως προς τις πεποιθήσεις του- ισχυρίζεται πως οι πολίτες δεν παρανομούν, ακροώμενοι τους άρχοντες και σεβόμενοι τους νόμους. Παρόλο που οι δημοκρατικοί της Αθήνας κατηγορούνται συχνά για παραβίαση των νόμων με θεσπίσματα που ψηφίζονταν για ειδικές περιπτώσεις και για συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι γενικά αποδεκτό ότι πίστευαν βαθιά στο κύρος του νόμου, εφόσον ο νόμος προστάτευε τα δικαιώματά τους. Υπάρχει η άποψη πως η νομοθετική εξέλιξη της αθηναϊκής δημοκρατίας καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ταξικό αγώνα των θητών, για να αναχαιτιστεί αργότερα, εφόσον είχαν πλέον ικανοποιηθεί τα αιτήματά τους και δεν ασκούνταν πιέσεις προς την κατεύθυνση νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:566). Ωστόσο, περιπτώσεις, όπως αυτή της φανερής και αφανούς ουσίας, ή της αποκρύψεως ουσίας δείχνουν μια αναμενόμενη ανυπακοή στο νόμο, ιδιαίτερα όταν θίγει ατομικά συμφέροντα -ανυπακοή εγγενή σε όλες τις κοινωνίες ανεξαρτήτως πολιτεύματος και χρόνου.
Για τις καθημερινές σχέσεις των πολιτών ο Θουκυδίδης παραθέτει μια εξιδανικευμένη μάλλον εικόνα. Σε μια κοινωνία με ισχυρές και ασθενείς τάξεις, κοινωνικές εντάσεις, προβλήματα βιοπορισμού και ανταγωνισμού το καθημερινό χαμόγελο στο γείτονα ακούγεται ουτοπικό. Συγκεκριμένα ευρήματα της αττικής γης (R. Wunch, 1902:26) υποδεικνύουν την ύπαρξη υπόγειων κοινωνικών ρευμάτων με έντονο μαγικο-θρησκευτικό χαρακτήρα, που δεν προσιδιάζουν στην εικόνα της καλής γειτονίας. Αναφερόμαστε στις καταπασσαλεύσεις12 και τους κατάδεσμους13, τους μεταγενέστερους ρωμαϊκούς defixiones, (Α.Βακαλούδη, 2001:78). Ανάλογα με το ζητούμενο αποτέλεσμα οι κατάδεσμοι στόχευαν στην ερωτική έλξη ή αντίστροφα στην ερωτική απομόνωση του αντίπαλου, στην αποτυχία του σε θέματα προσωπικής ευημερίας και εργασίας, στη φίμωση της γλώσσας του, στην αποτυχία αντιδίκων στο δικαστήριο, στην παράλυση του νου και της γλώσσας κατά τη διάρκεια της δίκης κ.λπ.. Το θέμα ήταν αρκετά σοβαρό και απ' ό,τι φαίνεται αντιμετωπιζόταν με βάση το εθιμικό δίκαιο, καθώς στην Αθήνα δεν υπήρχε συγκεκριμένη νομοθεσία για την αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων14.
Όσον αφορά τώρα στο θέμα της έκτασης της κυριαρχίας της αθηναϊκής ηγεμονίας, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε μεταγενέστερες αναφορές στα έργα του15, για να κατανοήσει με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να ασκήσει κτηνώδη βία μια πόλη-κράτος που επαγγέλεται την ισότητα και την ελευθερία (Βotsford & Robinson 1995:257), ασκώντας στην πράξη το δίκαιο του ισχυρότερου. Την εφαρμογή αυτού του δικαίου βέβαια την εξασφάλιζε μέσω της στρατιωτικής της δύναμης και δεν είναι απόλυτα σωστός ο αρχαίος ιστορικός μας όταν λέει ότι η πόλη των Αθηνών στηρίζεται στην αξία των πολιτών της παρά στη σκληρή εκπαίδευση. Άλλωστε ο Ξενοφών είχε εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, καθώς θεωρούσε τον στρατιώτη και τη σκληρή εκγύμναση πρότυπο ευγένειας και χαρακτήρα, (W. Jaeger, 1986:163). Πιθανώς τούτο να ισχύει για τη σύγκριση που επιθυμεί να κάνει σε σχέση με τη Σπάρτη, αλλά στην πραγματικότητα η στρατιωτική εκπαίδευση στην Αθήνα ήταν η κορύφωση ενός ιδιαίτερα επιμελημένου συστήματος άθλησης, που ολοκληρωνόταν μετά την εφηβεία. Συμπληρώνοντας τα δέκα οκτώ, οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσαν στην πολεμική τους εκπαίδευση. Τον πρώτο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσαν στην Αθήνα και τον δεύτερο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον είχαν λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις σαν και αυτές που υπαινίσσεται ο Θουκυδίδης. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηνών υπό την μακεδονική κυριαρχία, τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά και η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε πανεπιστήμιο, το οποίο παρακολουθούσαν λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι, (K. J. Freeman, 1908:210).
Στην τελευταία παράγραφο ο Θουκυδίδης υποδεικνύει την ανάγκη του Αθηναίου για πνευματικές ενασχολήσεις και συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Στην πραγματικότητα η Αθήνα υπήρξε τόπος φιλοσοφικής παραγωγής, σε μεγάλο βαθμό συναρτώμενης με το ζήτημα της δουλείας και της θέσης της γυναίκας. Έχοντας εξασφαλισμένη τη διαχείριση του οίκου και της γεωργικής τους παραγωγής -όσοι είχαν την οικονομική ευμάρεια για κάτι τέτοιο- μπορούσαν να ασχολούνται με τη φιλοσοφία ή να ικανοποιούν το πάθος της ενασχόλησης με την πολιτική σε καθημερινή βάση. Κάτι τέτοιο φυσικά μας οδηγεί στο ζήτημα της δουλείας και της θέσης της γυναίκας στον αρχαιοελληνικό κόσμο.
Το ζήτημα της δουλείας και η θέση της γυναίκας στην αρχαιοελληνική κοινωνία
Οι απόψεις του Αριστοτέλη, -επίσης αριστοκράτη- έτσι όπως εκφράζονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα16, υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, την ευδαιμονιστική κατά την άποψή μας αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι αγεννής η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών και δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω στο 1329 a, 25, θα δούμε και ποιοι είναι οι κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες, τις οποίες ωστόσο θεωρεί απαραίτητες για την ευδαιμονία της πόλης17. [25] δε και ότι δει τας κτήσεις είναι τούτων, είπερ αναγκαίον είναι τους γεωργούς δούλους ή βαρβάρους περιοίκους...
Κύρια πηγή μας για τη δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Όμηρου και του Ησίοδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσης εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και σκλαβωμένους ανθρώπους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.α. είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του θέματος σε ό,τι αφορά στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Ορισμένοι σκλάβοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου18, υποταγμένοι πλήρως στη θέληση ατόμων που κερδίζουν από το μόχθο τους. Άλλοι ζουν σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μέσα στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι σκλάβοι19, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία20, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για τη σωματική τιμωρία τους21.
Είναι γεγονός πως η ύπαρξη δούλων στην αρχαιοελληνική κοινωνία προκάλεσε αμηχανία
σε αρκετούς θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και προσπάθησαν απεγνωσμένα
να δείξουν πως η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός περισσότερο ανθρώπινος
απ' ό,τι φαίνεται βάσει των πηγών που διαθέτουμε, αλλά σε γενικές γραμμές η
μαρξιστική άποψη για τη δουλεία ως βάση του συγκεκριμένου πολιτισμού είναι περισσότερο
ρεαλιστική και αιτιολογεί εν μέρει γιατί ο ελληνικός πολιτισμός δεν προχώρησε
σε μια "βιομηχανική επανάσταση" -σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της
εποχής του- ή στην ανάπτυξη εκείνης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιήσει
τους έλληνες πολίτες από το μόχθο (A. Andrewes 1999:208). Οι απόψεις του Θουκυδίδη
για τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, στο πρώτο εδάφιο που παρατέθηκε, αντανακλώνται
σε ένα βαθμό σε όλη την ελληνική πραγματικότητα. Μέσω της αθηναϊκής ηγεμονίας
οι Αθηναίοι, μέσω των κατακτήσεών τους στους Μεσσηνιακούς Πολέμους οι Λακεδαιμόνιοι
και των εκστρατειών οι λοιπές πόλεις-κράτη εξασφάλιζαν άνετα με το δουλεμπόριο
την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του πολιτισμού τους, περισσότερο αναγκαία
για τη διατήρηση της δημοκρατίας, παρά για οποιαδήποτε άλλη συντηρητική μορφή
πολιτεύματος, (G.E.M. de Ste Croix 1986:360).
Συχνά οι ερευνητές διαφοροποιούν τη θέση των ειλώτων από τους υπόλοιπους σκλάβους
του αρχαιοελληνικού κόσμου, στηριγμένοι στο γεγονός ότι αρχαίοι κριτικοί θεωρούν
πως οι κύριοί τους είχαν λιγότερη εξουσία πάνω τους (A. Andrewes 1999:212).
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται πιθανώς σε ένα άρθρο του Diakonoff,
επιφανούς ασσυριολόγου του πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το oποίο παραθέτει
ο M.I. Finley. Ο Diakonoff βεβαιώνει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους
σκλάβους και τους είλωτες, Και οι δύο ήταν εκμεταλλευόμενοι εργάτες μέσω ενός
οικονομικού εξαναγκασμού. Και οι δύο ήταν εργαλεία στα μέσα παραγωγής, ένα στερεότυπο
των αρχαίων κοινωνιών στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους (M.I. Finley 1980:70).
Μια ματιά στις απόψεις του Αριστοτέλη22 θα μας πείσει για τα λεγόμενα του Diakonoff. Αν, ωστόσο, αναζητούμε διαφοροποιήσεις από τις επικρατούσες συνθήκες, πιθανώς θα τις βρούμε στην Κρήτη, το δουλοκτητικό σύστημα της οποίας διαφοροποιείται σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο δούλος της Κρήτης είχε εξασφαλισμένο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ο γάμος του αναγνωριζόταν από το νόμο, η περιουσία της δούλης γυναίκας ήταν προστατευμένη σε περίπτωση διαζυγίου και απ' ό,τι φαίνεται, αναγνωριζόταν ο γάμος ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους (A. Andrewes 1999:219). Σε γενικές γραμμές πάντως το ζήτημα της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι τόσο συνάρτηση της απέχθειας των Ελλήνων για χειρωνακτικό μόχθο, όσο συνάρτηση της στενής οικονομικής της οργάνωσης, που δεν εξασφάλιζε το απαιτούμενο πλεόνασμα και την επιθυμητή άνεση χρόνου στις αριστοκρατικές τάξεις. Τούτο το πλεόνασμα εξασφαλίστηκε με την υποχρεωτική εργασία πολυάριθμων δούλων.
Στην αρχαία Ελλάδα -και όχι μόνο στην αθηναϊκή δημοκρατία- η πρώτη κύρια δυσκολία που αντιμετώπιζε ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν να του επιτραπεί να ζήσει23. Εξαρτάτο άμεσα από την απόφαση του πατέρα η έκθεση του νεογνού σε μια ερημική περιοχή, καθώς η γέννηση ενός θηλυκού μέλους θεωρείτο ανώφελο επιπρόσθετο έξοδο για τον οίκο, εφόσον μάλιστα σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό σύστημα κληρονομίας δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει το οικογενειακό όνομα και συνεπώς τα οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία
Στο σπίτι ενός Αθηναίου πολίτη το μικρό κορίτσι μεγάλωνε με τη φροντίδα μιας τροφού και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στα γυναικεία διαμερίσματα, την πεμπτουσία του γυναικείου χώρου, όπου συνήθως οι μητέρες μεγάλωναν τα παιδιά τους και ασχολούνταν με την υφαντική. Ωστόσο, η ενασχόληση της γυναίκας στην πραγματικότητα ήταν η διεύθυνση όλων των πρακτικών ζητημάτων του νοικοκυριού όπως τονίστηκε από τον Ησίοδο24, ενώ αρκετούς αιώνες αργότερα ο Αριστοτέλης25 θεώρησε το γάμο εμπορική συμφωνία.
Από νομικής άποψης το σύστημα στην κλασική Αθήνα ήταν έτσι διαμορφωμένο ώστε η γυναίκα να είναι απαραίτητη μόνο για την εξασφάλιση της κληρονομίας. Η γυναίκα δια βίου δεν είχε καμία εξουσία, ούτε καν στην ίδια της την ύπαρξη. Ο γάμος της δεν απαιτούσε τη συγκατάθεσή της και τα μόνα της αποκτήματα ήταν τα ενδύματα και τα κοσμήματά της. Πρακτικά περνούσε από την προστασία του ενός κυρίου -του πατέρα- στον άλλο -το σύζυγο και αν ο πατέρας της πέθαινε χωρίς αρσενικό απόγονο, τότε ως επίκληρος έπρεπε να χωρίσει και να παντρευτεί τον αδελφό του πατέρα της, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αρρενογραμική διαδοχή.
Η γυναίκα κατά την κλασική αρχαιότητα θεωρείτο βιολογικά και ψυχολογικά πλάσμα που δεν είχε την ικανότητα να ελέγξει τον εαυτό της και να αντισταθεί σε εξωτερικά ερεθίσματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και τα συναισθήματα. Στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, για παράδειγμα, η γυναίκα παρουσιάζεται λιγότερο ανθεκτική στις επιδράσεις της Αφροδίτης26. Όμως, την πληρέστερη συζήτηση για τη γυναικεία φύση την παρουσίασε ο Αριστοτέλης27, ο οποίος πίστευε ότι στη γυναικεία ψυχή είναι "παρούσα η λειτουργία της σκέψης αλλά αδρανής". Στα Νικομάχεια Ήθη μάλιστα πρότεινε ότι εξαιτίας της ηθικής της αδυναμίας έπρεπε να παντρεύεται σε νεαρή ηλικία και να κλείνεται στο σπίτι28.
Τα στρατηγικά μέτρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας για αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος που συνεπαγόταν η γυναικεία φύση, περιελάμβαναν μικρή έως ανύπαρκτη εκπαίδευσή και τον πρόωρο εγκλεισμό της στην απομόνωση της οικίας μέσω του γάμου. Ο έσχατος έλεγχος ήταν η αδυναμία της να ορίσει τον εαυτό της ακόμα και στην ερωτική συνεύρεση, στην οποία ο άνδρας είχε τον απόλυτο και αποκλειστικό έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα του Ευριπίδη στις Τρωάδες, όπου η Ανδρομάχη μιλά για το μίσος μιας γυναίκας στη συζυγική κλίνη29.
Με λίγα λόγια η γυναίκα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο έπρεπε να είναι σεμνή, όμορφη και υγιής, προκειμένου να συμβιβάζεται με τα πρότυπα μιας ανδροκρατικής κοινωνίας. Ακόμα και στην τέχνη είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς ότι από την αρχαϊκή περίοδο ως και το τέλος περίπου της κλασικής περιόδου όπου το θηλυκό κορμί απελευθερώνεται, η γυναίκα -ιδιαίτερα στη γλυπτική- παρουσιάζεται ευπρεπώς ενδεδυμένη, ενώ αποφεύγεται η έμφαση στα χαρακτηριστικά του φύλου30.
Αναφέρεται συχνά η άποψη ότι το status των γυναικών υποβιβάστηκε με την εισαγωγή της δημοκρατίας όχι ως άμεσος αντικειμενικός στόχος, αλλά ως έμμεση στρατηγική υποστήριξης του νέου συστήματος. Το νομικό καθεστώς της κληρονομίας ήταν ζωτικό για την επιβίωση μιας δημοκρατίας στηριγμένης στη γαιοκτησία. Πλέον σύγχρονες έρευνες έχουν απορρίψει τούτη τη θεωρία, δίνοντας έμφαση στο επιχείρημα ότι η ουσία του δημοκρατικού συστήματος δε βρισκόταν στη ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών, αλλά στη δημιουργία ισότητας μεταξύ των αρρένων πολιτών, βάσει του γεγονότος ότι κάθε άντρας είναι κύριος ενός οίκου που περιλαμβάνει γυναίκες, παιδιά και σκλάβους, συνεπώς μιας ομάδας ατόμων που υποτάσσονται στην εξουσία του. Εφόσον ο άνδρας πρέπει να είναι κύριος του εαυτού του, ώστε να χαρακτηριστεί πολίτης, έτσι και ο πολίτης είναι κύριος μιας ομάδας ατόμων που υποτάσσονται στην εξουσία του. Στην ουσία, λοιπόν, η υποταγή των γυναικών είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού συστήματος31.
Οι λιγοστές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα έρχονται από τη Σπάρτη, πιθανώς τη Χίο και τη Λοκρίδα, όπου η εκπαίδευση των γυναικών και τα ιδιαίτερα ήθη επιβάλλουν μια διαφορετική πρακτική. Ειδικά σε ό,τι αφορά στη Σπάρτη οι γυναίκες "ξέφυγαν πραγματικά από την πατρική η συζυγική κηδεμονία" (C. Mosse 2002:96) παίζοντας μάλιστα ενεργητικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική σκηνή. Κατά τα άλλα ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση από την ανδρική κηδεμονία ήταν ο μοναχικός δρόμος της εταίρας, της μόνης ελεύθερης γυναίκας του κλασικού κόσμου που μπορεί να συμμετέχει σε συμπόσια, να διαχειρίζεται τα οικονομικά της, και να μιλά με τους άνδρες ως ίση προς ίσο (C. Mosse 2002:83).
Το στερεότυπο της εταίρας είναι ένα από τα σύμβολα του μετασχηματισμού που ούτως ή άλλως επήλθε μετά το τέλος των πολέμων προς το τέλος του 5ου μ.Χ. αι. και της συρρίκνωσης του ανδρικού πληθυσμού εξαιτίας των μαχών και του λοιμού. Η γυναίκα σε αυτή την περίοδο κυκλοφορούσε πιο ελεύθερα και ως πλειοψηφία στην πόλη των Αθηνών είχε και δυνατότερη πολιτική φωνή. Οι κοινωνικές αλλαγές ως αποτέλεσμα των πολέμων σε αυτή την περίοδο, η εισροή ξένων στην πόλη των Αθηνών, η μεταφορά του πλούτου στα χέρια κατώτερων οίκων είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απελευθέρωση των γυναικών και την εξάπλωση αυτής της απελευθέρωσης πέρα από τα όρια των Αθηνών στον υπόλοιπο αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Μια συνδυαστική θεώρηση
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι προς τα τέλη του 7ου.Χ. αι. οι άρρενες πολίτες -πλούσιοι, μεσαίας τάξης και φτωχοί- εγκαθίδρυσαν τις απαρχές μιας περιορισμένης μορφής δημοκρατικής διακυβέρνησης32. Το γιατί προχώρησαν προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας και όχι σε κάποια μορφή ολιγαρχικού πολιτεύματος, όπως πολλές άλλες πόλεις-κράτη κατά την ίδια περίοδο, είναι ένα δύσκολο ζήτημα, για το οποίο έχουν προταθεί διάφορες απόψεις, κυριότερη από τις οποίες είναι η θεωρία της δημογραφικής πίεσης εξαιτίας της πληθυσμιακής αύξησης των γεωμόρων33 και τη διεκδίκηση από μέρους τους αναδασμού των κοινοτικών γαιών σύμφωνα με αρχαιότερα πρότυπα και μερίδιου στη διακυβέρνηση (G. Thomson 1989:258).
Κατά την άποψή μας και εφόσον είναι ορθά τα συμπεράσματα της ιταλικής αρχαιολογικής σχολής για το Βουλευτήριο της Πολιόχνης (L. Bernando-Brea 1976:21-34), οι βάσεις της ελληνικής δημοκρατίας θα πρέπει να αναζητηθούν εξίσου σε επιβιώσεις αρχαιότερων μορφών άμεσης δημοκρατικής διακυβέρνησης τροφοσυλλεκτικών ή γεωργικών κοινοτήτων με μικρούς πληθυσμούς. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε ιδιαίτερα το αθηναϊκό πολίτευμα σε δημοκρατία αρρένων, σχετίζεται πιθανώς με την αλλαγή του αττικού γένους και την αντικατάστασή του από το δωρικό και αιολικό πάτρα, που μετατοπίζει την καταγωγή στην αρρενογραμική γραμμή, (G. Thomson, 1989:258). Οι διαρκείς ζυμώσεις ή μετατοπίσεις από τη μητρογραμμική καταγωγή σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο με τη μαζική είσοδο κυμάτων κτηνοτρόφων-ιππέων από τις στέππες που περιβάλλουν τον.Βόλγα (Μ. Gimbutas, 1991:401), η σταδιακή εισαγωγή αρσενικών θεοτήτων σε ιερά της 2ης.Χ. χιλιετίας (C. Renfrew-P.Bahn, 2001:528)34 η επικράτηση μιας πατριαρχικής θεώρησης του κόσμου και η μεταγενέστερη φυλετική οργάνωση, μπορούν να μας διαφωτίσουν αρκετά στην ερμηνεία του ζητήματος της θέσης της γυναίκας στην αθηναϊκή δημοκρατία και τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο.
Μια δημοκρατία που αναμφίβολα χρεώνεται αρνητικά το γεγονός της δουλείας. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχαιοελληνική κοινωνία εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση της εργασίας των δούλων και όταν την κρίνουμε ακόμα και με τα μέτρα της σύγχρονης εποχής, θα πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας ότι οι ελληνικές πόλεις-κράτη δε θα μπορούσαν όχι να παράγουν πολιτισμό, αλλά ούτε να υπάρξουν καν χωρίς τη δουλεία, για την οποία κατά την αρχαιότητα λιγοστές ήταν οι αντιρρήσεις, (G.E.M. de Ste Croix 1986:361). Η διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού είναι σε γενικές γραμμές καρπός ενός ταξικού αγώνα35, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί, καθώς ρίχνει περαιτέρω φως σε τέτοιου είδους πολιτική και κοινωνική κριτική. Όμως, αυτός ο ταξικός αγώνας περιοριζόταν στα στρώματα των ελεύθερων πολιτών και όχι στους δούλους ή τις γυναίκες.
Αναμφίβολα είναι πολλές και συχνά αντικρουόμενες οι θέσεις των διάφορων ερευνητών για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε τα δύο άκρα, με γνώμονα πάντα την υπόθεση πως η αλήθεια αποκαλύπτεται περισσότερο ολοκληρωμένα με τη σύνθεση και το γεγονός ότι η οπτική γωνία με την οποία εξετάζουμε σήμερα τα πράγματα -βάσει των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών μας ευρημάτων- θα ήταν εντελώς διαφορετική, αν βιώναμε εκ του σύνεγγυς την αρχαιοελληνική κοινωνία ως πολίτες -ή μη- της αθηναϊκής ή άλλης πολιτείας. Στόχος μας στην παρούσα μελέτη δεν είναι η απομυθοποίηση της αθηναϊκής δημοκρατίας αλλά ο εντοπισμός εκείνων των ιδεών που επεβίωσαν μέσα στο χρόνο και έγιναν φορείς επαναστατικών αλλαγών για την ανθρώπινη κοινωνία, ή παραδείγματα προς αποφυγή. Παρόλο που ο καθ. Σακελλαρίου θεωρεί αντιεπιστημονική την αξιολόγηση της αθηναϊκής δημοκρατίας (Μ.Β. Σακελλαρίου 2000:3) με σύγχρονα κριτήρια -αν και ο ίδιος εν τέλει προβαίνει σε τέτοιου είδους αξιολόγηση- η μελέτη, η κριτική ανάλυση και η κοινωνιολογική τοποθέτηση σε θέματα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι δυνατόν να αποδώσει σημαντικούς καρπούς στη φιλοσοφική θεώρηση του παρόντος και αρκετές απαντήσεις στις υπαρξιακές αγωνίες της ανθρωπότητας για το μέλλον. Αυτή είναι κατά την άποψή μας η πεμπτουσία της ανταποδοτικής σχέσης της αρχαιολογικής επιστήμης με το κοινωνικό της περιβάλλον, έμμεσα ή άμεσα.
Σχόλια:
......αν κάποιος από τους δούλους, που έχεις στο κτήμα σου, αυτοκτονούσε χωρίς
να του έχεις δείξει εσύ ότι θέλεις να πεθάνει, δεν θα οργιζόσουν εναντίων του, και αν είχες τρόπο να τον τιμωρήσεις, δεν θα τον τιμωρούσες;.....
Για την αξία των δούλων παρατηρεί ο Πλούταρχος στον «Φαίδωνα».........
Φίλε κοίτα και το Δημοκρατία και άλλα δεινά…..
περιμένο απόψης και κριτικη....
επι τελους ανακαλυπτο το 'φτου'...κι'αλα τετοια παιδια!!!κι'αλα τετοια.
Για να γράψεις σχόλιο στο άρθρο πρέπει να είσαι μέλος του site και να έχεις κάνει login.