Κολυμπώ στο βυθό των ονείρων των ανθρώπων που κοιμούνται,
εκεί που το φως δεν φτάνει να λούσει τα κοράλια,
κυλκλοφορώ ελεύθερος και απυρόβλητος στο χρόνο
πάνω από τα σκοτεινά βλέμματα και τις επίκρισεις της ημέρας.
Επιτέλους μπορώ κάτι να αρθρώσω, μια ιστορία,
για μια κοπέλα ωραία και θολή σαν την ομίχλη,
που ένα σούρουπο μέσα απο τα βαθυγάλανα νερά αναδύθηκε
λευκό φόρεμα φορώντας.
Ευαίσθητο νούφαρο, μάτια αθώα
αν την αγγίξεις ραγίζει,
αν της μιλήσεις τρέμει,
ελεύθερη λοιπόν από την κοσμική μνήμη,
απάτητο χιόνι στους πάγους της Ανταρκτικής
σε κάθε της κίνηση τον κόσμο αυτό μετατοπίζει.
Ανήμπορος στέκω και την κοιτώ
καθώς ένα βλέμμα πανω από τους ώμους της μου χαρίζει....