☣ 12/2/2003 3:08:00 πμ
Κάποια αστραπή...
Είναι Παρασκευή βράδι. Η ώρα είναι έντεκα και μόλις έχεις επιστρέψει στο σπίτι, έχοντας πιει ένα καφεδάκι σε ένα ζεστό σπίτι με μια πολύ καλή παρέα. Σκέφτεσαι να βγεις μια βόλτα, αλλά δεν το αποφασίζεις γιατί είσαι λίγο κουρασμένος, αρκετά ευχαριστημένος και πρέπει να επισκευάσεις και τα βέλη σου για την αυριανή σου εξόρμηση. Άλλωστε, την Παρασκευή το βράδι, τα γνωστά σου στέκια αλλάζουν φυσιογνωμία και οι δρόμοι γεμίζουν μεθυσμένους οδηγούς που προσπαθούν να βγάλουν τα κόμπλεξ τους σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο μέσα στους δρόμους. Όμως, από την άλλη πλευρά, βαριέσαι να μείνεις στο σπίτι και τα βέλη σου δεν είναι και τόσο χάλια πια! Έτσι, αποφασίζεις να βγεις...
Στο γνωστό στέκι τα πράγματα είναι όπως τα περιμένεις... Διάφοροι τύποι που προσπαθούν (άτσαλα) να κάνουν καμάκι και διάφορες κοπέλες που προσπαθούν (άτσαλα) να ανταποκριθούν. Ανία μέχρι θανάτου! Ευτυχώς βρίσκεις ένα φίλο που, επίσης, πλήττει και αρχίζεις μια σαγηνευτική συζήτηση για τον ρόλο των Νορμανδών στην εδραίωση της φεουδαρχίας κατά τους πρώτους χρόνους του Μεσαίωνα. Η συζήτηση διανθίζεται από εξυπνάδες του είδους: "Τι λες ρε;! Μπάρμαν, κέρασέ τον 12 ουίσκι και μια Duccati να πάει να στουκάρει!" ή "κοίτα να σου πω: την επόμενη φορά που θα πας στα βουνά να μας φέρεις μια ξανθιά αρκούδα!".
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα μια παρέα...
Ρίχνεις μια αδιάφορη ματιά... Δυο άντρες, τρεις γυναίκες... Ηλικίες... 28-35. Κουστούμια, σκούρα φορέματα, η κλασσική στολή της βραδινής εξόδου. Οι δυο γυναίκες είναι όμορφες και καλοβαλμένες. Γυρίζεις πάλι στον φίλο σου γιατί συζητάτε για την μάχη του Χέιστινγκς το 1066 μ.Χ. όταν αντιλαμβάνεσαι μια παρουσία δίπλα σου... Γυρίζεις, ελαφρά ενοχλημένος και βλέπεις ότι είναι η τρίτη γυναίκα της παρέας. Και παραλύεις!...
Είναι όμορφη! Δεν έχει, απλά, τύπο, δεν είναι "συμπαθητική", δεν είναι "νοστιμούλα", δεν είναι "γλυκιά" είναι ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ. Κι όχι μόνο αυτό! Όμορφες υπάρχουν πολλές αλλά αυτή...
...κάπου την ξέρεις... Αόριστα, είσαι σίγουρος ότι την έχει ξαναδεί, αλλά, ταυτόχρονα, ξέρεις ότι αυτό είναι αδύνατο. Ξαφνικά, γεμίζεις συναισθήματα! Κύματα! Ξαφνικά, γεμίζεις από κάτι καυτό και ορμητικό σαν λάβα που ξεχύνεται και σε πνίγει και σε καίει.
Η γυναίκα σου ρίχνει μια αδιάφορη ματιά και ξαφνικά σου ρίχνει μια δεύτερη... Καταλαβαίνεις ότι είναι παραξενεμένη κι αυτή είναι η ευκαιρία να της πιάσεις κουβέντα, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Απλώς στέκεσαι και την κοιτάζεις. Αυτή, χαμογελάει ελαφρά, γεμάτη αμηχανία και πηγαίνει στην παρέα της.
Νοιώθεις ένα σκούντημα από το φίλο σου. "Τι έπαθες; Καύ..σες;" Ξαφνικά δεν έχεις καμιά όρεξη για ευφυολογήματα. Καταφέρνεις να ψελλίσεις "Αυτή εκεί... Είναι ΠΟΛΥ-ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ..."
"Ναι, είναι κούκλα" συμφωνεί ο φίλος. "και σε καρφώνει, τυχεράκια αρκουδοκυνηγέ. Έχεις μαζί σου το τόξο; Αλλά πρόσεχε γιατί έχεις πάρει την κλασσική έκφραση του μα..κα!"
Τον κοιτάζεις κι αυτός μαζεύεται, γιατί δεν έχει ξεχάσει το τασάκι που του εκτόξευσες πριν από 3 χρόνια! Αλλά εσύ δεν έχεις διάθεση για τασάκια, ούτε για τόξα, ούτε για τίποτα. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να της μιλήσεις. Αφήνεις το ποτήρι στον πάγκο και του λες: "Με συγχωρείς για ένα λεπτό, φίλε Νίκο... Σκέφτομαι να πάω μια μικρή βόλτα στον διάβολο! "
Ανοίγεις δρόμο ανάμεσα στον κόσμο, αδιαφορώντας γι αυτούς που σπρώχνεις και στέκεσαι μπροστά στην άγνωστη. Δεν έχεις σκεφτεί τίποτα έξυπνο και ρωτάς μόνο αυτό που σε καίει: "Ποια είσαστε;"
Η κοπέλα χαμογελάει. Εκείνη τη στιγμή μπορεί να σε κοροϊδέψει, να σε σνομπάρει, να σε γελοιοποιήσει, αλλά δεν σε νοιάζει... Το μόνο που σε νοιάζει είναι να στέκεσαι μπροστά της και να την κοιτάζεις. Έτσι, λες πάλι: "Νομίζω ότι σας ξέρω, από παλιά, από κάπου, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ..."
"Κι εγώ έτσι νομίζω... Μου φαινόσαστε γνωστός..." απαντάει.
"Δεν μου φαινόσαστε απλώς γνωστή... Μου φαινόσαστε... οικεία!"
"Κι εμένα το ίδιο".
Μιλάτε για τα στέκια που συχνάζετε, αλλά δεν συμπίπτουν. Ξαφνικά αισθάνεσαι αμηχανία και δεν ξέρεις τι άλλο να πεις. Έχεις ξεχάσει τις έξυπνες ατάκες, τα επιδέξια κομπλιμέντα, όλα τα κλισέ του μπαρ! Ανοίγεις το στόμα σου και το κλείνεις πάλι γρήγορα, αλλά έχεις ήδη πετάξει μια δυο κοτσάνες, ή έτσι σου φαίνεται! Πως ότι κι αν πεις θα είναι κουταμάρα περιωπής! Η κοπέλα γυρίζει στην παρέα της, αλλά εσύ δεν θέλεις να απομακρυνθείς. Θέλεις να την πλησιάσεις πάλι, αλλά την έχει βουτήξει ο Κόπανος της παρέας της. Ψηλός, με πεταχτά αυτιά και ύφος επιτυχημένου δημοσίου υπαλλήλου.
Έτσι, κάθεσαι στην θέση σου και την κοιτάς. Όσο την κοιτάς, τόσο περισσότερο την γνωρίζεις. Έρχεται κάτι σαν μνήμη, βγαίνει από μέσα σου κι αναβλύζει με ορμή σαν το νερό που ξεπετάγεται από τον βράχο, τόσο δυνατό που σε παρασύρει στον διπλανό γκρεμό... Είσαι μορφωμένος άνθρωπος, δεν πιστεύεις στις προλήψεις, ούτε στους δαίμονες και μέσα σου ξέρεις τι είδους μνήμη είναι αυτή. Είναι η ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ μνήμη. Είναι το ΕΝΣΤΙΚΤΟ που ξύπνησε και θεριεύει, έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Σε λίγο περνάει από δίπλα σου και πηγαίνει στο βάθος του μαγαζιού. Έπειτα επιστρέφει. Τότε, απλώνεις το χέρι σου και την πιάνεις από το μπράτσο και νοιώθεις σαν κάτι να ψαχουλεύει τα τρίσβαθα της ψυχής σου... Δεν αντέχεις και αποκαλύπτεσαι... "Αισθάνομαι ανίσχυρος... Δεν θέλω να σε κολακεύσω... δεν είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που το νοιώθω αυτό, είναι η δεύτερη... Αλλά έχουν περάσει χρόνια από τότε...
Τότε απλώνεται ένα χέρι και την τραβάει... "Έλα στην παρέα..." λέει μια φωνή.
Δεν γυρίζεις να δεις ποιος είναι αλλά ξέρεις ότι είναι ο Κόπανος με τα πεταχτά αυτιά! Ξαφνικά, αυτός δεν έχει καμιά αξία, έχει μικρότερη αξία από την χαρτοπετσέτα του μπαρ, γιατί με την χαρτοπετσέτα μπορείς να σκουπίσεις το ποτό που χύθηκε στο χέρι σου, ενώ ο Κόπανος αξίζει μόνο για να του ξεριζώσεις τα αυτιά και να του τα δείξεις! Να δει πόσο ηλίθια είναι τα αυτιά του.... Μόνο που δεν μπορείς να το κάνεις, γιατί δεν έχεις μια αφορμή!
Έπειτα από λίγο, η κοπέλα έρχεται κοντά σου. Είναι λίγο πιωμένη και προσπαθεί να ακουμπήσει το ποτήρι της στο μπαρ. Είναι ένα μικρό ποτήρι, με κάποιο λικέρ... Φαίνεται σαν Καλούα, ή Τία Μαρία... Παραπατάει κάπως κι εσύ της πιάνεις το χέρι, της παίρνεις το ποτήρι και τη βοηθάς. Τότε, ακούγεται από τα ηχεία η φωνή της Marianne Faithfull. Το αγαπημένο "So Sad". Πιάνεις την Γυναίκα κι αρχίζεις να χορεύεις μαζί της. Μόνο λίγο, μόνο μερικά βήματα.
"Δυστυχώς είμαι με παρέα..." λέει...
"Το ξέρω, γαμώ το..."
Ήδη, της έχεις δώσει ένα χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου σου. "Τηλεφώνησέ μου, ή σχίσε το χαρτί τώρα, μπροστά μου!" της λες ξερά και το εννοείς αυτό!
Δεν άργησε να τηλεφωνήσει...
Η μικρή βόλτα στον διάβολο έχει αρχίσει να γίνεται, κιόλας, ολόκληρη περιοδεία...
Σχόλια:
πραγματικα.... κάποιους ανθρώπους, είναι σαν να τους
ξέραμε από πάντα.... και το
αισθανόμαστε όταν τους
πρωτογνωρίζουμε!
όσο για τον ρόλο των Νορμανδών στην εδραίωση της Φαιουδαρχίας...
......
villon μου, ειλικρινα τα κειμενα σου με συγκινουν.....
συνεχισε να δημιουργεις
Τελικά τι έγινε? Πάντως αυτή η αίσθηση της μαλακίας που μας πιάνει όταν ο έρωτας μας τη δίνει κατακέφαλα (σαν το αμόνι που πέφτει στο κεφάλι των cartoon ) είναι αθεράπευτος.
wraio auto me to thlefwno!! h thlefwnhse h skisto edw mprosta mou!!!
toulaxiston 8a ksereis!!
Για να γράψεις σχόλιο στο άρθρο πρέπει να είσαι μέλος του site και να έχεις κάνει login.