Κατακρεουργούμε τον Καβάφη για μία ακόμα φορά, αναίσχυντα και πρόστυχα. Στο παρόν βλακούργημα, ο ήρωας κοιμάται του καλού καιρού και ροχαλίζει, δηλαδή από δράση, μηδέν.
Σ' ημίδιπλο κρεββάτι στολισμένομε καφετιά παπλώματα, βαθυά κοιμάται
ο Αγρίππας — ξεπαπούτσωτος, ήσυχος, κι ευτυχής·
φαγωμένος τίγκα (τι μπριζολίδια ήταν αυτά,
τηγανιτές πατάτες κι επιδόρπια).
Μα ξαφνικά, σ' όλο το σπίτι δέος και τρόμος,
όπως τ' ογδόντα δύο που οι υπηρέτριες σκιαχτήκαν
πού 'δερνε βάρβαρα τον Αλεξάντερ ο δέσποτας Έντβαρντ Βαργέρος.
Έτσι τρεμανταλίζουνε κι οι τοίχοι του Αγρίππα,
σείεται το πολύφωτο μπρος - πίσω,
γιατί ηκούσθη μια απαίσια θανατερή βοή ΚΑΜΠΟΥΜΜΜΜΜΜ,
κρότος βρυχήσειος βρόντος τραντάξειος,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν το ταβάν'
κάδρ' απ' τους τοίχους πέφτουνε,
και σκουντουφλούν το ένα πα στο άλλο,
πέφτουνε ρε και σπουν, μα την αλήθεια,
ξυπνά κι ο Αγρίππας και αρχίζει τα καντήλια,
τά'νιωσε πια τα βήματα του από πάνω.
(Στίχοι από Webmaster)
Σχόλια από επισκέπτες: