Η σημερινή ιστορία μας γυρίζει πίσω στη σοσιαλιστική χώρα που προηγήθηκε της δικής σας, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα· μια εποχή που μόλις είχε αρχίσει ο φόβος του έιτζ, που έρεε άφθονο το δημόσιο χρήμα απ' το παλάτι του παχουλού πρωθυπουργού κατευθείαν στους αγρότες οι οποίοι με τη σειρά τους ενθουσιασμένοι αγόραζαν τρακτέρ για το χωράφι και μπιντέ για το σπίτι, μια εποχή που τα στρουμφάκια μεταγλωττίζονταν από ηθοποιούς κι όχι από το γούγλε τρανσλάτε, που ο Μουστάκας γύριζε βιντεοκασέτες με κουνιστούς καλογέρους χωρίς να φοβάται τη μήνυση, που ο Αναστόπουλος διαφήμιζε σαπούνι αλλά κλέβανε την παράσταση οι τρίχες της μασχάλης...
Εκείνη την εποχή, του Βράσσου του πλανόδιου τσιγγάνου του γύρισε η τύχη στο πολύ ανέλπιστο: βρήκε γκόμενα με διπλό καρμπυρατέρ. Νταρντάνα. Κι ο Βράσσος, προικισμένος άντρας, είχε να το παινευτεί. Έτσι, που λες, ενθουσιασμένοι, του δώσανε και κατάλαβε στα προκαταρκτικά, μα πριν προχωρήσουνε στο κυρίως θέμα, ο Βράσσος κοντοστάθηκε: "Καραντοκεί η νότσος του έιτζ", σκέφτηκε, "να πάρομενε προφυλάξεσι γκιατί αλλιώς την γκάτσαμε.". Και μια και δυο, τρέχει στο εμπορικό του Μανόλη που ήταν πασίγνωστος για τα χειροποίητα προφυλακτικά που έφτιαχνε.
—Μάνο, ντο και ντο, πρέπει να γκαμήσω γκυναίκα νταρτάνα, φκιάξε μου καπότα αντεκτική κι εγώ πλερώσω μετρητά ντούκου.
—Οκέι. Έλα σε δυο μέρες και θα σού 'χω πρώτο πράμα.
Σε δυο μέρες λοιπόν...
—Μάνο, ντην έφτιασες;
—Ναι εδώ δες πρώτο πράμα, ζελατίνη από βοϊδόμοσχο, άρωμα από παπαρούνα που τη σκόρπισε το ψέμα, άψογη και μόνο με το βλέμμα. Πεντακόσιες δραχμές.
Ντούκου πλέρωσε τα μετρητά ο Βρασίδας, ντούκου ξαναχτυπά την πόρτα του Μανόλη μετά από λίγο αλαφιασμένος:
—Μάνο, τρέχα!
—Τι έπαθες;
—Άστα, γκερό μουνί, γκερό αρκίδι, ΜΠΟΥΜ καπότα!
—Πω, γκαντεμιά γαμώ. Για να δούμε, να, δοκίμασε με αυτήν εδώ, εφτακόσιες δραχμές αλλά έχει διπλή επένδυση, δυνατότερο καουτσούκ και ξελαστιχώνει όσο θες χωρίς όμως να σπάει. Τέλειο εργαλείο! Αφού να φανταστείς έχει και ειδικές μπίλιες στη βάση που να τη στρέφουνε σε γωνία πάνω στη διείσδυση, 100% αντισεισμική. Την είδες; Αν δεν την πάρεις, Θα θες να την ξαναδείς δε θα θες πια να ζεις χωρίς να την αγγίζεις.
Πλέρωσε πάλι τις εφτακόσιες δραχμές ο Βρασίδας, ο ταλαίπωρος Βρασίδας που όμως μετά από λίγο νά σου τον πάλι τρεχάτος κι αναψοκοκκινισμένος στο μαγαζί του Μανόλη να κρατά το εμπόρευμα κουρελιασμένο.
—Πάλι τη σπάσατε;
—Ναι γκαμώ, γκερό μουνί, γκερό αρκίδι, ΜΠΟΥΜ καπότα!
Τώρα όμως, δεν ήταν μόνο ο Βράσσος που έβραζε. Τώρα κι ο Μανόλης το πήρε πατριωτικά το θέμα. Διότι, σου λέει, "δεν είναι δυνατόν η καλύτερη καπότα του μαγαζιού να σπα σαν το λαμπόγυαλο. Τι διάολο, πόση την έχει τελοσπάντων ο γύφτος! Αυτό είναι πρόκληση." Έβαλε λοιπόν όλη του την τέχνη, τέχνη ελάχιστα κατώτερη από εκείνη των Νάνων της Σκανδιναβίας που βγάζουν το χρυσάφι και έφτιαξε, παιδιά, χωρίς υπερβολή το γίγα υπερκάποτο. Με μοναδική μαεστρία συνδύασε τ' ασυνδύαστα και σπάνια υλικά: Τρίχες από μούσι Ελληνίδας χορεύτριας, γάλα από αγελάδα των Άλπεων, πετρέλαια απ' του Γκαντάφη, λάστιχα από αγώνες φόρμουλα ένα, σκυρόδεμα από αυτό που βάζουν στους διαδρόμους προσγείωσης, δηλαδή τι να λέμε τώρα, αιώνες μπροστά η κατασκευή. "Πάρε την," του κάνει, "ταξίδεψέ την, φίλησέ την, μέθυσέ την! Θ' αντέξει!" Έδωσε μ' υπερηφάνεια το αποκορύφωμα της τεχνογνωσίας του στο Βράσσο κι ευχόμενος "καλό βόλι" τον ξαπόστειλε.
Ώρες αργότερα κι ενώ ο Μάνος έκλεινε το μαγαζί, είδε από μακριά μια σκιά να έρχεται αργά κατά κει. Κοίταξε καλύτερα και τότε αναγνώρισε τον τσιγγάνο. Ερχότανε κουτσαίνοντας και με το πάσο του, ωσάν εκπληρωμένος.
—Ντάξει; Ντάξει παλικαρά μου; Δούλεψε το εργαλείο, ναι;
—Ναι. Γκερό μουνί, γκερό καπότα... μπουμ αρκίδι.
Σχόλια από επισκέπτες: