Πηγαίνοντας στην κουζίνα για να φτιάξω (ακόμα) ένα καφέ, σκόνταψα σε κάτι γκρίζο (το σπίτι μου δεν είναι υπόδειγμα τάξης)! Το σήκωσα από το πάτωμα όπου είχε πέσει, το ξεσκόνισα, το ξαράχνιασα, το στέγνωσα στο καλοριφέρ, το σιδέρωσα και βρέθηκα μπροστά στην πανέξυπνη "Ελληνική Μυθολογία" του Νίκου Τσιφόρου. Είχα ξεχάσει ότι υπήρχε ανάμεσα στα βιβλία μου! Την ξεφύλλισα και γέλασα μέσα από την καρδιά μου! Παραθέτω μερικά αποσπάσματα, ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙ ΤΟ ΧΕΙΛΑΚΙ ΣΑΣ, ΒΡΕ!
Πράξη πρώτη
Ο Ηρακλής; Εδώ, πολύ βρομιάρικη δουλειά... Η μαμά του, η Αλκμήνη, είχε ένα λεβέντη άντρα, τον Αμφιτρύωνα. Όμορφη ήτανε, τη λιμπίστηκε ο Δίας και τι έκανε ο αφιλότιμος;! Μια φορά που έφυγε ο Αμφιτρύωνας, πιάνει και παίρνει τη φάτσα του. Το βράδυ τρώνε καλά, πίνουνε και κάτι ντούζικα και κλείνει το μάτι ο Ζευς...
- Είσθε δια μίαν μικράν ανάκρισιν;
Χαμογέλασε η Αλκμήνη.
-Σκανταλιάρικο παιδί...
Η δόλια, σου λέει "άντρας μου είναι, άμα δεν με ανακρίνει ο άντρας μου, ποιος θα με ανακρίνει;"...
Ο Ζευς, πήγε δήθεν να πλύνει τα δόντια του και φωνάζει τον Ήλιο.
-Πού 'σαι, ρε... Μη βγεις αύριο, θα καθήσω λίγο παραπάνω με τη μαντάμ.
-Και τι θα λένε οι άλλοι;
-Πες ότι είσαι ελεύθερος ιατρού.
Τρεις νύχτες, λοιπόν, κράτησε η "μια νύχτα", ξεκατινιάστηκε ο Δίας και πήγε για τρίψιμο... Ο Αμφιτρύωνας, πάλι, γύρισε, πήγε να φιλήσει τη γυναίκα του, τη βλέπει εξαντλημένη...
-Τι έπαθες, Άλκη;
-Καλά, εσύ δεν κουράστηκες; Εμένα τρέμουν τα πόδια μου.
-Να κουραστώ, από τι;
-Που... έλα μωρέ...
-Βρε, μίλα καλά...
-Μη με τρελάνεις...
Τρελάθηκε, όμως, ο Αμφιτρύων... Τρελάθηκε, είπε να πάει σε μέντιουμ, δεν είχε μέντιουμ, πάει στον Τειρεσία, τον μάντη. Ο Τειρεσίας ήξερε...
-Ο Ζευς, του λέει...
-Α, το ρουφιάνο...
-Μάλιστα.
-Και η γυναίκα μου;
-Δε φταίει. Νόμιζε ότι είσαι συ.
Ησύχασε ο Αμφιτρύων... πιο ευχαριστημένος κερατάς δεν υπήρξε στη γη. Δε θύμωσε λοιπόν, κράτησε την Αλκμήνη κι άμα πήγαινε μαζί της αναρωτιότανε:
-Τώρα, εγώ είμαι ή ο Δίας;
Κι έτσι γεννήθηκε ο Ηρακλής, γιος του Δία και της Αλκμήνης, αυτός που ξέρουμε...
Πράξη δεύτερη
Ανατράφηκε, λοιπόν, το αγόρι (ο Άδωνις) από τις νύμφες και του κόλλησε η μανία του κυνηγιού. Έπαιρνε το τόξο και τα βέλη του κι έβγαινε να κυνηγήσει.
Η Αφροδίτη φοβότανε.
-Αγόρι μου, τού 'λεγε, δεν το παρατάς το κυνήγι. Να σου φέρω 'γώ μπεκάτσα και λαγό μαγειρεμένο, να γλύφεις τα δάχτυλά σου.
-Όχι, θα κυνηγήσω.
-Ρε μανούλα μου, έχει κινδύνους στα δάση.
-Εγώ θέλω κυνήγι.
Πήγαινε, λοιπόν, το παιδί κι έφερνε πράμα, στ' αλήθεια κι όχι ψεύτικο, από κείνα τα παραμύθια που λένε οι κυνηγοί στου Σκορδά το Χάνι που μαζεύονται και τα πίνουνε... Ο Άρης τώρα, ο γκόμενος της Αφροδίτης, το φύσαγε και δεν κρύωνε.
-Ακούς, να μου καψουρεύεται με το παλιόπαιδο!
-Έλα μωρέ τώρα...
-Τι έλα; Είπαμε, τέλος πάντων, να κλείσουμε τα μάτια, καθόσον είναι ζωηρή και κάνει τα κέφια της. Αλλά όχι και να τον ερωτευθεί στ' αλήθεια. Άμα πέσει στο χαλβά με τον μικρόν, τι γίνουμαι 'γώ, κοτζάμ θεός του πολέμου;
-Το κέρατό σας.
-Βεβαίως.
Πιάνει λοιπόν ο Άρης στη ζοχάδα του απάνω και γίνεται αγριογούρουνο, αλλά πολύ μεγάλο και πολύ δυνατό. Είχε βγει ο Άδωνις να κυνηγήσει, νάσου μπροστά του το αγριογούρουνο-Άρης. Ο μικρός δεν περίμενε να δει τέτοιο θηρίο μπροστά του. Τά 'χασε κι αισθανόταν κι ευκοίλια...
-Ξέρετε, κύριε αγριογούρουνε, είπε ευγενέστατα, εγώ για πουλιά βγήκα, με τ' αγριογούρουνα δεν έχω καμία προκατάληψη.
Το αγριογούρουνο, όμως, έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα των συμβιβασμών. Του τραβάει μια του Άδωνι, του πετάει όξω τα τζιέρια.
Πράξη τρίτη
Το λοιπόν, ήτανε κάτι Νηρηίδες, στη Νάξο να πούμε, και παίζανε στο γιαλό, τρεις και το λουρί της μάνας, πέρναγε ο Ποσειδώνας, τις βλέπει και κόβει ανάμεσά τους ένα κόμματο απίθανο. Αλληθώρισε.
-Για έλα δω, ρε, φώναξε τον οπλονόμο υπηρεσίας.
-Διατάξτε.
-Ποια είν' αυτή εκεί, ρε, η όμορφη;
-Η μελαχρινή;
-Όχι η άλλη. Μα ντιπ κόπανος είσαι; Σούπα: η όμορφη.
-Θα μάθω αμέσως.
Έτρεξε ο οπλονόμος, ρώτησε, τού 'πανε η Αμφιτρίτη, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος. Ο Ποσειδώνας σηκώνεται και πάει μια και δυο στον πατέρα της. Είχε μαζί του μαργαριτάρια, είχε κοράλλια, είχε και το ποινικό μητρώο λευκό.
-Θέλω την κόρη σου.
Κολακεύτηκε ο Νηρέας, είχε κι άλλες δυο κόρες, αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι μικρό πράγμα να κάνεις γαμπρό κοτζάμου βασιλιά της θάλασσας.
-Πώς, να την πάρετε!
Η Αμφιτρίτη, όμως, τον είδε μέσα από το καφάσι και δεν της γουστάριζε ποσώς.
-Ποιόν; Αυτόν τον αξούριστο; Δεν τον θέλω.
-Μωρή, είναι θεός.
-Δεν θέλω κι ας είναι και λουκουματζής.
Κι επειδή κατάλαβε ότι θα της τον δώσουνε με το άστε-ντούα, σηκώθηκε ένα βράδι, γέμισε τη βαλίτσα της βρακιά και σουτιέν και πήγε τρεχάλα στον Άτλαντα.
-Θείε Άτλα...
-Τ' είναι, ρε ζωηρό;
-Κρύψε με, θέλουν να με παντρέψουνε δια της βίας.
Ο Άτλας την πήρε και την έχωσε σ' ένα βαθύ μέρος στη θάλασσα και την κρυφοτάιζε γαρίδες γιουβετσάκι. Θαλασσινά δεν της έδινε, φοβότανε, γιατί σερνόταν τύφος. Έμαθε ο Ποσειδώνας ότι χάθηκε η νύφη, τον έπιασε μαύρη απαλπισία.
-Τώρα;
-Μην κάνετε έτσι θεότατε. Τι να γίνει;
-Δεν μπορώ, είμαι ερωτευμένος.
-Να φάτε φύκια.
Ούτε με τα φύκια τού πέρναγε, πήγαινε στα μπουζούκια τα παραθαλάσσια, τά 'σπαγε, σεβντάς βαρύς και μέγας. Πάνω στην απελπισία του, περνάει ένα δελφίνι.
-Μπορώ να σας πω; Τού 'κλεισε το μάτι.
-Άσε με και συ.
-Μα σας ενδιαφέρει.
-Ιδιαιτέρως με θέλεις;
-Μάλιστα.
Τον πήρε ιδιαιτέρως το δελφίνι και του ξηγήθηκε πολύ ξεγυρισμένα.
-Την Αμφιτρίτη γυρεύετε;
-Ναι, μωρέ. Την είδες πουθενά;
-Την είδα στο τάδε μέρος, έψηνε κακαβιά.
Σηκώνεται ο Ποσειδώνας, πάει σφεντόνα... Η Αμφιτρίτη είχε φάει κάτι πιατάρες και κοιμότανε, δεν τον πήρε μυρωδιά που ζύγωσε. Πάει ο Ποσειδώνας κι άρχισε να την γλυκοξυπνάει.
-Μανούλα μου...
-Μμμμ.
-Μούξις. Ξύπνα, ρε τζιέρι μου!
Και ξυπνήσασα η Αμφιτρίτη ευρέθη προ του δραματικού γαμβρού και κατόπιν τούτου έκανε το κορόιδο και τι να γίνει; Τον υπανδρεύθη και έγιναν χαρές μεγάλες, μέχρι που σερβίρανε και σουπιές σπανάκι και χταπόδι με κοκκάρια κι έφαγε ο Δίας τον αγλέουρα και παραλίγο να κλατάρει.
Στο δελφίνι ο Ποσειδώνας εξέφρασε την ευαρέσκειά του.
-Θα σε διορίσω αστερισμό.
Έτσι έγινε και το δελφίνι αστερισμός και ικανοποιήθηκε.
Σχόλια από επισκέπτες: