"Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δεν θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δεν θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιατά, τα συνθήματα. Δεν θα άκουγε όμως ούτε θα έβλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς".
Δ. Λιαντίνης, "Τα Ελληνικά"
Τα πράσινα χιλιοβαμμένα ξύλινα θρανία ήταν σε τρεις αράδες. Δυο - δυο καθόμασταν σ' αυτά, κοιτάζοντας κατά τη δύση, καταμπροστά μας κι ο πελώριος μαυροπίνακας. Στα αριστερά μια σειρά σαρακοφαγωμένα παράθυρα, μας γέμιζαν την αίθουσα με φως και πολύ κρύο. Στο δεξιό τοίχο κρεμασμένες οι εικόνες των ηρώων της επανάστασης από κόντρα πλακέ. Η Μπουμπουλίνα, ο Καραϊσκάκης, ο γέρος του Μοριά. Πάνω απ' αυτές, κάποιες βαθυγάλαζες ξεθωριασμένες ταινίες πού ‘γραφαν, "Ζήτω το Έθνος", "Ζήτω ο Στρατός". Στη γωνιά η υπερυψωμένη ξύλινη έδρα του δασκάλου, κι αμέσως δίπλα, ένας μεγάλος κιτρινισμένος χάρτης της Ελλάδας με καμιά δεκαριά τρύπες διασκορπισμένες, που μαρτυρούσαν την ηλικία του. Έτσι θυμάμαι την τάξη μου.
Ο δάσκαλός μας ήταν αυστηρός και επιβλητικός. Πάντα είχε ανά χείρας το απαραίτητο αξεσουάρ του, τη βέργα. Ήταν από οξιά, κομμένη από τα γυροπόταμα και μάλιστα πάντα από χέρι μαθητή. Το τι ξύλο έπεφτε ημερησίως δεν λέγεται! Το θέμα που πρώτιστα μας απασχολούσε ήταν να μη σπάσει η ρημάδα η βέργα, γιατί τότε κλάψτα Χαράλαμπε, αρχίζανε κάτι στραβοπαλάμιδα που οι περισσότεροι μετά μοιάζαμε σαν να είχαμε μαγουλάδες. Γενικά, θα το μολοήσω, ήξερε πολλά γράμματα, αλλά και συνάμα πολλά κόλπα ο δάσκαλός μας: Τρίψιμο αυτιού, κουτουλιά στον πίνακα, τράβηγμα της φαβορίτας, με το ένα πόδι στην γωνία, κούρεμα με την «ψιλή». Βέβαια δαρμένοι, κλαμένοι, αλλά ποτέ παραπονεμένοι, γιατί εκτός από τις χίλιες δυο κουζουλάδες που ημερησίως κάναμε, είχε και τη συγκατάθεση των γονιών μας.
- Να το δέρνεις δάσκαλε το παιδί, του έλεγαν όποτε τον συναντούσαν. Να το δέρνεις, μα αντέχει το γαϊδούρι. Άλλο που δεν ήθελε κι αυτός. Πολλές φορές η αίθουσα έμοιαζε με θέατρο που παιζόταν αρχαία τραγωδία, γεμάτη θρήνο και οδυρμό. Ευτυχώς που η τσάντα είχε λουρί, γιατί πώς αλλιώς θα την κρατούσαμε με το χέρι πρησμένο και την παλάμη γεμάτη «φουσκάλες»;
Μερικούς μαθητές μάλιστα, ο δάσκαλος, τους αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους, αυτό ήταν σίγουρο. Γι αυτό τους άφηνε στην ίδια τάξη μάλλον για να τους έχει και πάλι του χρόνου μαζί του, αλλιώς δεν εξηγείται. Κάπως έτσι θυμάμαι τον δάσκαλο μου, με θετικές και αρνητικές εμπειρίες και βιώματα που σίγουρα σημάδεψαν τη σχολική μου ζωή.
Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν πολύ, o δάσκαλος δε συμβαδίζει πλέον με το να απορρίψει, να παρατηρήσει, να κοροϊδέψει, να ειρωνευτεί, να τιμωρήσει, πολύ δε περισσότερο να δείρει. Τα παιδάκια μας έγιναν πολύ του μη μου άπτου, και με το παραμικρό τρέχουν στις μαμάδες, στις γιαγιάδες τους μυξοκλαψουρίζοντας τα καημένα για να δικαιολογήσουν την κάθε αταξία τους. Αφήστε δε τους νέους γονείς, κάνουν λες και δεν έφαγαν ποτέ ξύλο στην ζωή τους ή νομίζουν ότι τα παιδιά τους είναι αγγελούδια τα καημένα!
Άλλαξαν οι καιροί: Σήμερα δεν χρειάζεται και πολύ, και με μια παρατυπία ο δάσκαλος, (άνθρωπος είναι καλέ) πάει κατευθείαν για το συμβούλιο των γονέων, και μάλιστα με θράσος από τους ίδιους τους μαθητές. Τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς, άλλαζαν οι μαθητές, οι τάξεις, αλλά ο δάσκαλος πάντα εκεί επιβλητικός και αμετακίνητος.
Σίγουρα ο δάσκαλος που αγαπήθηκε και ο δάσκαλος που μισήθηκε, είναι το ίδιο πρόσωπο, χαραγμένο βαθιά στις εμπειρίες και στις μνήμες όλων μας. Πάντως ένα είναι το σίγουρο, ο δάσκαλος τότε καλός ή κακός αυστηρός ή πράος ήταν το κεντρικό πρόσωπο στη σχολική «σταδιοδρομία» του κάθε μαθητή. Σήμερα είναι άραγε;
Σχόλια από επισκέπτες: