Υπήρχε σε μια μικρή πόλη ένας τρελός που πάντα έλεγε πουλώντας λαχεία: "Λαχείο είναι η ζωή"! Μπορεί να τον είχες δει και εσύ κάποτε...
Στο πορτοφόλι μου είχα για καιρό ένα λαχείο (δώρο γενεθλίων) που είχα κερδίσει στο λήγοντα. Δεν το εξαργύρωνα. Μ' αυτό μπορούσα να αγοράσω άλλα δύο νέα λαχεία. Όσο περνούσαν οι μέρες, εγώ το έκρυβα. Θεωρούσα ότι έπαιζα κάποιο παιχνίδι με την τύχη, της κρυβόμουν πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή, σε ανύποπτη στιγμή θα την ξεγελούσα. Έκανα πολλά όνειρα... είχα πλάσει μια ολόκληρη ζωή, μία δεύτερη ζωή...
Χωρίς να το καταλάβω βρισκόμουν σε ένα στενό στη Νέα Ορλεάνη , βράδυ, η πάχνη της υγρασίας σε διαπερνούσε και περνούσε σαν φίλτρο στις μορφές των περαστικών που κοιτούσαν περίεργα την περιπλανώμενη μοναξιά. Πρέπει να ήμουν αρκετή ώρα στους δρόμους, γιατί τα πόδια μου άρχιζαν να λυγίζουν. Είδα το μπαρ στο τέλος του δρόμου.
Χωρίς να το σκεφτώ, άνοιξα την πόρτα. Ένας μικρόσωμος άντρας με υποδέχτηκε με σπαστή προφορά: "Welcome lady" και μου άνοιξε μια δεύτερη πόρτα. Γνώριμο μέρος... Στο μπαρ ένα ζευγάρι μιλούσε έντονα, δίπλα δύο γεροδεμένοι αξύριστοι γέλαγαν δυνατά, πιο κάτω ένας κομψός κύριος με δύο κορίτσια προσπαθούσε να ανοίξει ένα μπουκάλι μαύρο ρούμι. Τα χαμηλά τραπεζάκια ήταν σχεδόν γεμάτα από διάφορους ξεχασμένους. Και στο βάθος το πιάνο, ο σαξοφωνίστας και η τραγουδίστρια.
Βρήκα λίγο χώρο ανάμεσα στο ζευγάρι και στον κύριο με το ρούμι. Άναψα τσιγάρο και ζήτησα τεκίλα. Ο κύριος δίπλα είχε ήδη ανοίξει το μπουκάλι και είχε γεμίσει τα ποτήρια στις δύο κοπέλες. Ξαφνικά ένιωσα το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου. Ήταν η αίσθηση που σου αφήνει κάποιος όταν εισβάλει στο ηλεκτρομαγνητικό σου πεδίο. Γυρνάω αργά το κεφάλι, τον κοιτάω αμέσως στα μάτια... Ήταν άψογα φτιαγμένος και περιποιημένος. Φαντάστηκα πως είναι πολύ φτιαγμένος για να είναι εκεί έτσι απλά. Τον κάρφωσα στα μάτια επιθετικά: "Τι κοιτάς;" του είπα. Χαμογέλασε λοξά. Πήρε ένα χαμηλό ποτήρι και το γέμισε ρούμι. Το πήρα στα χέρια μου και το κατέβασα με την μία. Ο λαιμός μου έκαιγε. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και ξαφνικά μια αδιόρατη αύρα εισέβαλε μέσα μου. Το σώμα μου άρχισε να χαλαρώνει και η μουσική ακουγόταν πιο βαθιά... πιο μαγική... Μου θύμισε εκείνον! Άνοιξα τα μάτια και ο παράξενος αυτός μάγος με κοιτούσε στα μάτια. " Πόσα θες για να μ' ακολουθήσεις;"
Σχόλια από επισκέπτες: