Από
το ημερολόγιο ενός Βασιλιά - Πολεμιστή του Φωτός
...Προχωρώντας παρατηρούσα προσεκτικά αυτά τα πλάσματα. Διέκρινα όσο περνούσε η ώρα ότι την ψυχή τους από μόνα τους την έχασαν. Ασελγούσαν βέβηλα ακόμη και στο ίδιο τους το σώμα.
Παράξενο… τα Γκόλεμς (ανθρωποειδή προϊόντα μαγείας - αλχημείας) δεν έχουν ψυχή αλλά σέβονταν τουλάχιστον το σώμα τους. Οι δάσκαλοί μου και οι πρόγονοί μου με δίδαξαν ότι κάθε σώμα είναι κι ένας μικρός ναός. Είναι κάτι ιερό. Εγώ όμως αντί για μικρούς ναούς έβλεπα κτίσματα γεμάτα ακαθαρσίες. Πως είναι δυνατόν; Είναι ανθρώπινα πλάσματα. Τι είναι αυτό που τους μετέτρεψε έτσι; Στην πορεία μου είδα και πλάσματα όπου ένοιωσα μια πνοή ψυχής. Αυτά κάτι αναγνώρισαν σε μένα και ήρθαν καταπάνω μου απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια τους. Εγώ όμως τα προσπέρασα. Κάλυψα με τον μανδύα μου το πρόσωπό μου κι επιτάχυνα το βήμα μου. Δεν έπρεπε να αποκαλυφτεί η ταυτότητά μου. Προείχε το πέρας της αποστολής μου.
Μάταιο
όμως. Τα άλλα πλάσματα το κατάλαβαν. Κάποια ήρθαν απειλητικά προς το μέρος μου.
Τράβηξα το σπαθί μου το οποίο μόλις βγήκε από την θήκη του άρχισε να φεγγοβολάει
με φωτεινές ακτίνες. Το σπαθί μου για όσους δεν ξέρουν είναι ζωντανό. Έχει κι
αυτό την δική του ψυχή. Στην θέα του σπαθιού μου τα πλάσματα αυτά άρχισαν να
τρέχουν τρομαγμένα με κραυγές. Είχα λοιπόν την πρώτη πληροφορία που θα μπορούσε
να με βοηθήσει στο έργο μου: Φοβούνται το φως. Κάποια άλλα πλάσματα αντιμετώπισαν
με χλευασμό αυτά που με πλησίασαν ικετευτικά. Να και μία δεύτερη πληροφορία:
Το τίποτα μπορεί να δώσει την θέση του στον χλευασμό.
Μπορεί όμως ένας πολεμιστής με γενναιότητα, τιμή και υπερηφάνεια να αντιμετωπίσει
με το σπαθί του τον χλευασμό;
Τότε ήταν που ακούστηκε ένα σφύριγμα και ένοιωσα πόνο. Ένα βέλος καρφώθηκε στην πλάτη μου. Ύστερα κι άλλο, ύστερα κι άλλο…
Έσφιξα τα χείλη μου με μία έκφραση οργής και αγανάκτησης. Δεν ήταν λοιπόν αυτά τα πλάσματα ικανά ούτε να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τους κατάματα; Πάντα σεβόμουν τον εχθρό μου και του απέδιδα τιμή με το να τον αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο. Ακόμη κι οι δαίμονες με τα τέρατα το τηρούσαν και το σέβονταν αυτό. Αυτά τα πλάσματα λοιπόν ούτε για αυτό ήταν άξια;
Κάποια στιγμή ο πόνος με κατέβαλε. Οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Έχασα το βήμα μου και θα έπεφτα εάν δεν στηριζόμουν με τα χέρια μου στην λαβή του σπαθιού μου. Δεν θα τους έκανα την χάρη να με δουν να πέφτω. Άλλα ούτε και την τιμή να τους αντιμετωπίσω. Σε μία κρίση λοιπόν αγανάκτησης αλλά και υπερηφάνειας συνέχισα τον δρόμο μου αγνοώντας τα πάντα. Μετά από λίγο κι αυτά σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί μου.
Σιγά - σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τα βέλη αυτά δεν ήταν θανατηφόρα αλλά δηλητηριώδη. Θα γινόμουν κι εγώ ένα από αυτά τα πλάσματα. Βρέθηκα σε απόγνωση. Τότε μια καινούργια δύναμη με πλημμύρησε. Συνειδητοποίησα ότι έχω μέσα μου την δύναμη του φωτός και όλων των λεονταριών. Άρα μπορούσα να θεραπεύσω τον εαυτό μου απλά χρειαζόταν λίγος χρόνος. Κοίταξα τότε ψηλά με ευγνωμοσύνη για να ευχαριστήσω τον Θεό για τα δώρα Του που είχα μέσα μου. Ήμουν σίγουρος ότι με έβλεπε ακόμη και πίσω από αυτόν τον σκοτεινό ουρανό.
Όσο υπήρχε το δηλητήριο μέσα μου όμως δεν μπορούσα να επιστρέψω πίσω. Υπήρχε ο μεγάλος κίνδυνος να μολυνθούν αυτοί που με περιμένουν. Δεν μπορούσα να διακινδυνέψω κάτι τέτοιο. Εκτός αυτού το δηλητήριο αυτό εμποδίζει τα μάτια της ψυχής να είναι ανοιχτά, οπότε όσο υπάρχει μέσα μου δεν έβρισκα ποτέ τον δρόμο της επιστροφής.
Κάποια στιγμή βλέπω μπροστά μου ένα λόφο και άρχισα να κατευθύνομαι εκεί. Σκέφτηκα ότι ήταν το κατάλληλο μέρος. Όταν βρέθηκα σε αυτήν την κορυφή της μοναξιάς έριξα μια ματιά γύρω μου αλλά παντού το ίδιο θέαμα… Κάρφωσα το σπαθί μου στην κορυφή και κάθισα σε ένα βράχο περιμένοντας όσο χρειαζόταν για να φύγει αυτό το δηλητήριο από μέσα μου. Τότε ξαφνικά είδα το σπαθί μου ότι άρχισε πάλι να ακτινοβολεί. Θυμήθηκα τον εαυτό μου που έψαχνε να βρει κάποιο σημάδι. Θυμήθηκα τα πλάσματα που στράφηκαν σε μένα. Εάν είναι σωστό αυτό που σκέφτηκα τότε υπάρχει τρόπος.
Το σπαθί μου ακτινοβολούσε καρφωμένο στην κορυφή ενός λόφου. Άρα θα μπορούσε να προσελκύσει όσα πλάσματα είχαν ακόμη μέσα τους μια πνοή ψυχής και δεν φοβούνται το φως. Θα περιμένω λοιπόν μέχρι να επουλωθούν οι πληγές μου και να δω και πόσα πλάσματα θα μαζευτούν γύρω μου. Να τα εμφυσήσω καινούργια πνοή. Να ανοίξω τα μάτια της ψυχής τους όσο μπορώ περισσότερο. Ναι!!! Θα πολεμήσω εδώ μέσα και θα αντιμετωπίσω τον εχθρό με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιεί κι αυτός. Θα τον μολύνω με το αντίδοτό μου.
Βρίσκομαι μπροστά στην πιο δύσκολη μάχη που έδωσα ποτέ. Ή θα πεθάνω ένδοξα στο πεδίο της μάχης όπως μου ταιριάζει, με το βασίλειό μου προστατευμένο και αόρατο από το ξόρκι του Μάγου ή θα εξαφανίσω μία για πάντα αυτήν την μάστιγα που μας απειλεί. Δε φοβάμαι. Έχω το ζωντανό σπαθί μου το Light Bringer και την δύναμη του φωτός και όλων των λεονταριών μέσα μου!!!
συνεχίζεται...
Σχόλια από επισκέπτες: