Από το ημερολόγιο ενός Βασιλιά - Πολεμιστή του Φωτός
Εδώ και αρκετό καιρό είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν ολέθριο σφάλμα μου που το αμέλησα. Μια σκοτεινή απειλή πλανιόταν στον αέρα κι όταν το συνειδητοποίησα ήταν πολύ αργά. Το βασίλειό μου άρχισε να ερημώνεται. Ο κόσμος άρχισε να το εγκαταλείπει. Ακόμη και τα δικά μου αγαπημένα πρόσωπα με άφησαν. Μόνο ο Μάγος ο δάσκαλός μου και λίγοι πιστοί σύντροφοι παρέμειναν.
Οι ανιχνευτές μου μίλησαν για έναν κόσμο νέας τάξης και νέας εποχής που απλωνόταν σαν επιδημία και στο πέρασμά του καταβρόχθιζε τα πάντα. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Τώρα είχε φτάσει προ των πυλών μας και κινδύνευε η ίδια μας η ύπαρξη. Έπρεπε να κάνω κάτι για αυτό. Να προστατέψω τον κόσμο μου, το βασίλειό μου. Είμαι Βασιλιάς, πολεμιστής του φωτός και κέρδισα τον θρόνο μου με το σπαθί μου. Το χρωστάω σε όσους έμειναν δίπλα μου, αλλά ακόμη και στον ίδιο μου τον εαυτό. Έτσι λοιπόν πήρα την μεγάλη απόφαση. Θα έβγαινα έξω να περπατήσω σε αυτόν τον καινούργιο απειλητικό κόσμο. Έπρεπε να τον γνωρίσω. Να περπατήσω μέσα του. Να βρω αν υπάρχει τρόπος να τον αντιμετωπίσω. Κι έτσι έγινε…
Έφτασα μπροστά στην πύλη του κάστρου μου. Με το που θα έκλεινε αυτή η πύλη πίσω μου θα ήμουν πλέον μόνος μου. Υπήρξαν κάποιοι που μου ζήτησαν να έρθουν μαζί μου δεν μπορούσα όμως να τους βάλω σε τέτοιο κίνδυνο. Έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Ταυτόχρονα έπρεπε να προστατευτεί το βασίλειό μου κατά την διάρκεια της απουσίας μου. Έτσι λοιπόν ο Μάγος έκανε ένα δυνατό ξόρκι καλύπτοντας τα πάντα με ένα αόρατο πέπλο. Το βασίλειό μου μόνο με τα μάτια της ψυχής θα ήταν πλέον ορατό. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος προστασίας από αυτόν με ένα όμως πρόβλημα: Το ξόρκι αυτό δεν μπορούσε να τεθεί σε ισχύ όσο βρίσκομαι κι εγώ μέσα στο βασίλειο.
Έπρεπε λοιπόν ή να το εγκαταλείψω δια παντός για να περισωθεί ότι απέμεινε ή να μείνω και να πολεμήσω. Εγώ όμως σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν ένας συνδυασμός και των δύο. Ένας Βασιλιάς δέχεται υπομονετικά το πεπρωμένο του… Φτάνω λοιπόν μπροστά στην πύλη και ρίχνω μία τελευταία ματιά πίσω μου.
Πόσο παράξενα φαίνονταν όλα ερημωμένα, χωρίς την βασίλισσά μου, τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τους υπηκόους μου και με λίγους πιστούς συντρόφους οι οποίοι με κοιτούσαν αμίλητοι σαν να πίστευαν ότι δεν θα τα καταφέρω να ξαναγυρίσω πίσω…
Ξαναγύρισα μπροστά και προχώρησα ακούγοντας τον θόρυβο της πύλης που έκλεινε πίσω μου. Σε λίγο ολομόναχος πλέον με μοναδικό σύντροφο το σπαθί μου το Light Bringer (Αυτός που φέρνει το φως) θα βρισκόμουν στα σπλάχνα αυτής της απειλής που μας περιστοίχιζε περιμένοντας την ευκαιρία να μας εξαλείψει οριστικά. Βρισκόμουν πλέον στο εσωτερικό αυτού του νέου κόσμου. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτό που αντίκρισα.
Ένα μαύρο βραχώδες σεληνιακό τοπίο χωρίς ίχνος ζωής. Ο άνεμος σφύριζε μία απειλητική μελωδία και επάνω απλωνόταν ένας θλιμμένος γκρίζος χειμωνιάτικος ουρανός. Όσο προχωρούσα έβλεπα πλάσματα με ανθρώπινη μορφή να περιφέρονται σαν να ήταν υπνωτισμένα. Δεν ένοιωθα κανένα ίχνος ψυχής μέσα τους. Πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Τι είδους μαγεία θα μπορούσε να τα δημιουργήσει όλα αυτά;
Δεν ένοιωθα τίποτα. Όλα φάνταζαν σαν ένα τίποτα. Αλήθεια πως θα μπορούσε κανείς να αντιμετωπίσει το τίποτα;
Έχω αντιμετωπίσει τέρατα και δαίμονες με το σπαθί μου και έτρεμαν στο όνομά μου. Τι θα μπορούσε να κάνει όμως το σπαθί μου απέναντι στο τίποτα; Κοιτούσα γύρω μου μπας και βρω ένα σημάδι να με οδηγήσει κάπου αλλά μάταια. Παντού το ίδιο νεκρό τοπίο.
Τι να απέγιναν άραγε η αγάπη, η πίστη, η αφοσίωση, η χαρά, η ελπίδα, η ευτυχία οι πανέμορφες κόρες που έστηναν κάποτε ανέμελες τον χορό τους; Να υπάρχουν άραγε ακόμη; Εξαφανίστηκαν; Ή περιμένουν κρυμμένες στα έγκατα κάποιας σπηλιάς να περάσει όλη αυτή η λαίλαπα; Τι να απέγιναν άραγε οι Άγγελοι; Ούτε και ίχνος των δαιμόνων και των τεράτων βλέπω πουθενά. Φαίνεται ούτε κι αυτοί μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση αυτής της νέας εποχής που μολύνει συνεχώς τα πάντα σαν ανίατος ιός στο πέρασμά της...
Συνεχίζεται...