Οι γιορτινές μέρες σε άλλους προκαλούν ευφορία και σε άλλους το αντίθετο. Το κείμενο αυτό περιγράφει μάλλον αυτό το "αντίθετο" και απευθύνεται σ' αυτούς που μπορούν ν' αντέξουν αυτά που θα καταλάβουν διαβάζοντάς το.
Η Έφη δεν θα χόρευε απόψε. Πάντοτε της άρεσε να χορεύει, αλλά τώρα, αυτό το πρωινό των Χριστουγέννων, καθισμένη στην πολυθρόνα του σαλονιού της με τα απαλά χρώματα, κοίταζε το μικρό ξυλόγλυπτο Φιλί του Ροντέν που ήταν ακουμπισμένο στο ραφάκι, κάτω απο τον μεγάλο καθρέφτη, δίπλα στο μπουκάλι-κηροπήγιο. Το κερί ήταν μισολειωμένο και σβησμένο. Ένα φλιτζάνι γεμάτο με καφέ άχνιζε, ακουμπισμένο δίπλα της, στο μικρό τραπέζι με τη σκαλιστή επιφάνεια. Η στάχτη, από το σφηνωμένο στα δάχτυλά της τσιγάρο, κόντευε να πέσει στο απλό χαλί που είχε αγοραστεί πρόσφατα απο τις προσφορές ενός πολυκαταστήματος.
Τα ξανθά μαλλιά πολύ μακριά και αφύσικα πλούσια, τόσο, που δημιουργούσαν αντίθεση με τη μικροκαμωμένη σιλουέτα της, πλαισίωναν το αρκετά συνηθισμένο πρόσωπο με τα λεπτά και κάπως σκληρά χαρακτηριστικά. Το γαλάζιο νυχτικό, ελαφρά ανασηκωμένο, άφηνε να φαίνονται οι λεπτές, γυμνασμένες γάμπες.
Στο αριστερό μέρος του νυχτικού, ένας άσχημος λεκές μεγάλωνε γρήγορα.
Τα μεγάλα μελιά μάτια ήταν, για πρώτη φορά, αμίλητα.
Δε θα μιλούσαν ποτέ πια.
Σχόλια από επισκέπτες: