ftou.gr - Best Served Ice Cold (AntiCommunity)
Έκδοση: Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2002

Η ορθογραφία των λέξεων

Από vas_arg

ΔιαλέξειςΤα "αφτί" και "αβγό" αποτελούν λέξεις με νέους, σε σχέση με την αρχαία Ελληνική, φθόγγους, οι οποίοι θα πρέπει να παριστάνονται με την απλούστερη γραφή. Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί εξαρχής ότι απλούστερη εδώ δεν σημαίνει απλοποιημένη γραφή, εφόσον οι καινούργιοι φθόγγοι στις λέξεις αυτές (ο [f] στο [afti] και ο [v] στο [avγo]) θα πρέπει να αποδοθούν ορθογραφικά με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δηλ. με "φ" και "β" αντίστοιχα. Αναλυτικά:

 

Ο Αδ. Κοραής είχε ετυμολογήσει τη λ. "αφτί" από το αμάρτυρο "αυτίον", υποκοριστικό του δωρικού "αυς, αυτός", τύπου που παραθέτει ο λεξικογράφος του 5ου αι. μ.Χ. Ησύχιος και αντιστοιχεί στο αττ. "ους, ωτός". Ωστόσο, οι Κ. Foy, Γ. Χατζιδάκις (1907: 322), P. Kretschmer, Μ. Tριανταφυλλίδης (1965: 325- 330) κ.ά. μας διαφώτισαν για την ετυμολογική προέλευση, τη φωνητική εξέλιξη και την ορθογραφική παράσταση των λ. "αφτί" και "αβγό": το "αφτί" έχει σχηματιστεί από τη συνεκφορά "τα ωτία", ενώ το "αβγό" από τη συνεκφορά "τα ωά." Η φωνητική εξέλιξη των δύο τύπων θα μπορούσε να θεωρηθεί παράλληλη: "τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ'αφτί" και "τα ωά > ταουά > ταγουά > ταουγά > ταβγά > τ'αβγό." Στην προέλευση του "αφτί" από το αττικό "ωτίον" και όχι από το αμάρτυρο δωρικό "αυτίον" συνηγορεί και ο τ. "ωτίν" (<"ωτίον"), που έχει επιβιώσει στις αρχαιοπινείς διαλέκτους του Πόντου και της Καππαδοκίας (Μπαμπινιώτης 1997). Άρα, το "αφτί" θα πρέπει να γράφεται με "φ" και το "αβγό" με "β", γιατί τα γράμματα αυτά αντιπροσωπεύουν φθόγγους που προέκυψαν από φωνητική εξέλιξη.

 

Προκειμένου να αποδείξει ότι το "αφτί" πρέπει δήθεν να γράφεται με "υ", η Α. Τζ., φιλόλογος, επανέλαβε την παραπάνω άποψη του Κοραή, σύμφωνα με την οποία η λέξη ετυμολογείται από το αμάρτυρο δωρικό "αυτίον". Ωστόσο, τέτοιες ετυμολογίες αποτελούσαν τη βάση της "αιολοδωρικής θεωρίας", που υποστήριξαν παλαιότερα μεταξύ άλλων ο Αθ. Χριστόπουλος, ο Αδ. Κοραής και ο Κωνστ. Οικονόμος: σύμφωνα με αυτούς τους μελετητές, η νέα Ελληνική κατάγεται από την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο. Ειδικότερα, κατά τους οπαδούς της συγκεκριμένης θεωρίας, η νέα Ελληνική διακρίνεται σε δύο μορφές, αυτήν του γραπτού λόγου, που ταυτίζεται σχεδόν με την αρχαία αττική διάλεκτο, και αυτήν του προφορικού, που προέρχεται από την αρχαία Αιολική και τη Δωρική (Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου 1991: 29). Στον αντίποδα της εν λόγω θεωρίας, ο Χατζιδάκις ήδη από τα τέλη του 19ου αι. δίδαξε την κοινώς αποδεκτή σήμερα επιστημονική αλήθεια, ότι η Αλεξανδρινή Κοινή (3ος αι. π.Χ. έως 6ο αι. μ.Χ.), από την οποία προέρχεται μέσω της μεσαιωνικής (6ος αι. έως 18ο αι.) η σύγχρονη Ελληνική, βασίστηκε στην αττική διάλεκτο της Αρχαίας όχι μόνο ως προς τον γραπτό, αλλά και ως προς τον προφορικό λόγο (Χατζιδάκις 1977: 296). Επομένως, δεν είναι επιστημονικό να εντοπίζονται σε σύγχρονους τύπους αιολικά και δωρικά στοιχεία (όπως το αμάρτυρο "αυτίον" στην προκειμένη περίπτωση) που έχουν εξαλειφθεί από την Ελληνική εδώ και αιώνες: όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Χατζιδάκις (1977: 258), "και τα της γλώσσης [στοιχεία] αναπτύσσονται συν τω χρόνω, άρα έχουσιν ιστορίαν, και ανάγκη απαραίτητος να λαμβάνηται υπ' όψιν προς τοις άλλοις και ο χρόνος καθ' ον έκαστον τούτων ήτο εν χρήσει ή καθ' ον απώλετο."

 

Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το ακόλουθο χωρίο ενός καθηγητή που απάντησε στην Α. Τζ. από τις στήλες του "Βήματος" για τα θέματα αυτά: "για να εντυπωσιάσει προφανώς και να πείσει για τις ετυμολογίες που ανασύρει από το παρελθόν, η κυρία Α. Τζ. παραπέμπει στο "έγκριτο Λεξικό των Liddell και Scott." Αγνοεί όμως ποια είναι η έγκυρη έκδοση του L.S. στην οποία πρέπει να παραπέμψει! Αγνοεί δηλ. την έκδοση του 1940 (την ενάτη), όπως αγνοεί και την έκδοση του 1996 (με ενσωματωμένες διορθώσεις, βελτιώσεις κ.λπ.)! Στις εκδόσεις αυτές δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοια ετυμολογία. Και πού παραπέμπει; Στην ελληνική έκδοση του 1900 που είναι μετάφραση της 7/ 8ης έκδοσης του L.S. του 1897! Εκεί οι Έλληνες μεταφραστές, όχι φυσικά το L.S., έχουν περιλάβει απλώς την ετυμολογία του Κοραή. Αυτό το προβάλλει η κυρία Α. Τζ. ως επικρότηση της ετυμολογίας του Κοραή από το L.S.! Πλήρης σύγχυση με το ελαφρυντικό της γλωσσολογικής άγνοιας". Δεν είναι, άλλωστε, η μόνη φορά που η Α. Τζ. ακολουθεί μια τέτοια πρακτική. Ο Χαραλαμπάκης (1997: 250), ασκώντας κριτική σε μια εργασία της ίδιας φιλολόγου, γράφει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: "η βιβλιογραφία στην οποία στηρίζεται η εργασία αυτή (βλ. σσ. 584 κ.ε.) είναι εντελώς ασήμαντη. Δεν υπάρχει καμιά σχεδόν αναφορά σε σύγχρονους Έλληνες ή ξένους γλωσσολόγους. Για δημιουργία εντυπώσεων αναφέρεται στον "ακαδημαϊκό κ. Ντελόπουλο" (σ. 45), ενώ πρόκειται για συνταξιούχο συντάκτη του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι εξοργιστικές οι ανεξακρίβωτες πληροφορίες που παρατίθενται φύρδην μίγδην, χωρίς καμιά συνοχή και λογικό ειρμό." Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας.

Για να αποδείξει ότι το "αβγό" πρέπει τάχα να γράφεται με "υ", η φιλόλογος ισχυρίστηκε ότι το "υ" στη λέξη αυτή αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου δίγαμμα (F): "ωFόν > αυγό." Ωστόσο, δεν εξήγησε επιστημονικά την εμφάνιση καθενός από τα φωνήματα στον νεοελληνικό τύπο "αυγό", πράγμα που θα απαιτούσε η έγκυρη ετυμολόγησή του. Ενώ, ειδικά ως προς το δίγαμμα, γεννάται το εξής ερώτημα: αφού έπαψε να προφέρεται στην Ιωνική- Αττική πριν από την κλασική περίοδο, πώς έδωσε το υποτιθέμενο "υ" του "αβγό", ενός τύπου που, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1965: 328), δεν εμφανίζεται νωρίτερα από τους μεσαιωνικούς χρόνους; Όσον αφορά στο αρχαίο δίγαμμα και την επιβίωσή του στη σύγχρονη Ελληνική, ο Χατζιδάκις (1907: 316) έγραφε χαρακτηριστικά: "και περί του δίγαμμα ανάγκη να γίνη εκτενής λόγος, το μεν διότι μεγάλη κατάχρησις αυτού εγένετο υπό των ερασιτέχνων [στον Χατζιδάκι, γενική πληθυντικού της λ. "ο ερασίτεχνος"], ετυμολογούντων τας λέξεις της ημετέρας Ελληνικής και πολλά άτοπα και πλημμελή περί τούτου προηνέχθησαν [προφέρθηκαν], τούτο δε διότι η εξήγησις των τυχών αυτού μέγα συμβάλλεται εις το ζήτημα περί της καταγωγής της νέας Ελληνικής." Πιο συγκεκριμένα, ο μεγάλος γλωσσολόγος παρατηρεί ακολούθως ότι το δίγαμμα εξακολούθησε να προφέρεται στην αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με την Ιωνική- Αττική. Άρα, κατ’αυτόν, ο εντοπισμός του δίγαμμα στη νέα Ελληνική θα αποτελούσε απόδειξη της αιολικής και δωρικής καταγωγής της. Από την έρευνά του, όμως, προκύπτει το εξής συμπέρασμα (Χατζιδάκις 1907: 322): "βέβαια και αναντίλεκτα λείψανα του F είναι μόνα τα Τσακωνικά και το "Βοίτυλος", πάντα δε τάλλα, όσα τούτου τεκμήρια μέχρι τούδε προηνέχθησαν [προφέρθηκαν], είναι πλημμελή και άτοπα, διαφοροτρόπως δυνάμενα και οφείλοντα να ερμηνευθώσιν." Άρα, και ο τ. "αβγό", ο οποίος πράγματι ανάγεται στο αρχ. "ωFόν", δηλ. σε τύπο με F, δεν διασώζει σήμερα το αρχαίο δίγαμμα υπό μορφήν "υ."

 

Σχετικά με τις λέξεις "αφτί" και "αβγό", η Α. Τζ. στο δεύτερο άρθρο της υποστήριξε και πάλι απόψεις που δείχνουν απόκλιση από τα σχετικά επιστημονικά διδάγματα. Άφησε, βεβαίως, αναπάντητα μερικά ερωτήματα, όπως π.χ. πώς εξηγείται ο τύπος "ωτίν" των ελληνικών αρχαιοπινών διαλέκτων του Πόντου και της Καππαδοκίας ή πώς το δίγαμμα, αφού σιγήθηκε στην Ιωνική- Αττική από την προκλασική περίοδο, έδωσε το υποτιθέμενο "υ" του μεσαιωνικού "αυγό." Η φιλόλογος στο τελευταίο άρθρο της δήλωσε ότι οι ετυμολογίες που έχουν προτείνει οι γλωσσολόγοι για τα "αφτί" και "αβγό" δεν είναι αποδεδειγμένες. Μα, ούτως ή άλλως η ετυμολόγηση των λέξεων είναι δύσκολη, γιατί η ορθότητά της δεν "αποδεικνύεται" ούτε από λογικά πορίσματα ούτε από πειραματική διαδικασία (βλ. Picoche 1992: 3). Το θέμα είναι, όμως, οι ετυμολογίες που προτείνει κανείς να έχουν επιστημονική βάση. Η Α. Τζ., επίσης, επανέλαβε δογματικά ότι οι γραφές των λέξεων "αφτί" και "αβγό" με "φ" και "β" αντίστοιχα αποτελούν αδόκιμους τύπους της δημοτικής. Δεν φαίνεται να γνωρίζει τη γενική αρχή ότι η ορθογραφία μιας λέξης δεν αποτελεί θέμα δημοτικής ή καθαρεύουσας, αλλά κατά κανόνα ρυθμίζεται από την επιστημονική ετυμολογία της. Η φιλόλογος παρέπεμψε, ακόμη, στο παλιό λεξικό του Δημητράκου, όπου η ετυμολογική ορθογραφία των λέξεων της νέας Ελληνικής δεν εφαρμόζεται πολύ αυστηρά, και ανέφερε ότι στους συντάκτες του έργου αυτού συγκαταλέγονται οι Γ. Χατζιδάκις και Ν. Ανδριώτης. Ωστόσο, ο Τριανταφυλλίδης (1965: 325- 330) ήδη από το 1943 έχει δώσει απάντηση σε έναν επιστολογράφο της "Νέας Εστίας," ο οποίος είχε εκφράσει την απορία πώς συμβαίνει επιστήμονες, κατά τα έργα ή τις επιτροπές όπου συμμετείχαν, να ακολουθούν διαφορετικές γραφές. Ο Τριανταφυλλίδης επεσήμανε ότι το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού η προσαρμογή μιας προσωπικής θέσης σε συλλογική απόφαση ή γενική αρχή είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον μπορεί να ληφθεί μια ομαδική απόφαση. Επομένως, η παραπομπή εκ μέρους της Α. Τζ. στο λεξικό του Δημητράκου δεν έχει καμία απολύτως αξία.

 

Στο ερώτημα που της ετέθη πώς προέκυψε το "α" της λέξης "αβγό," η Α. Τζ. απάντησε ότι το γράμμα αυτό οφείλεται σε απλή εναλλαγή των φωνηέντων, όπως αυτή των τύπων "πρώτος- πράτος, ώριστος- άριστος" (!). Η φιλόλογος, όμως, θέτει και εκείνη ερωτήματα σχετικά με την προέλευση του "γ" στον τύπο "αβγό" και του "φ" στον τύπο "αφτί." Ακόμη, ρωτάει γιατί στον έναν τύπο υπάρχει "β," ενώ στον άλλον "φ." Η απάντηση στο πρώτο από τα τρία αυτά ερωτήματα είναι η εξής: το ημιφωνικό στοιχείο "γ" στο "αβγό" αναπτύχθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο "ταουά" για αποφυγή της χασμωδίας. Απάντηση στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα της φιλολόγου δίνει το ακόλουθο χωρίο του Τριανταφυλλίδη (1965: 327) για τη φωνητική εξέλιξη των λέξεων "αφτί" και "αβγό" ("τα ωτία > ταουτία…", "τα ωά > ταουά"): "το μισόφωνο u έγινε στα παραπάνω παραδείγματα κοντά στον άηχο φθόγγο ("τ") ή τον ηχηρό ("γ") που ακολουθούσαν, διχειλικό στην αρχή και έπειτα χειλοδοντικό "φ" ή "β," όπως προφέρομε και σήμερα τα δυο αυτά γράμματα, ακολουθώντας τον ίδιο περίπου δρόμο που πήραν και οι αρχαίοι δίφθογγοι "αυ, ευ," που και αυτοί είχαν σε όλη την αρχαιότητα την προφορά "αου, εου." Στο τρίτο ερώτημα δηλ. η απάντηση είναι η εξής: στο αβγό υπάρχει "β," γιατί το επόμενο σύμφωνο ("γ") είναι ηχηρό, ενώ το "αφτί" έχει "φ", γιατί το σύμφωνο που ακολουθεί ("τ") είναι άηχο.

 

Προκειμένου να υποστηρίξει την άποψη του Κοραή ότι το "αφτί" προήλθε δήθεν από τον αμάρτυρο τύπο "αυτίον," υποκοριστικό του τύπου "αυς, αυτός" της δωρικής διαλέκτου, η φιλόλογος Α. Τζ. προέβαλε το ακόλουθο επιχείρημα: παρέθεσε ένα απόσπασμα από κείμενο του Ν. Ανδριώτη, όπου ο αείμνηστος γλωσσολόγος μιλάει για επιβίωση διαλεκτικών στοιχείων σε διάφορες φάσεις της Ελληνικής. Το χωρίο, όμως, αυτό είναι εντελώς άσχετο με το συζητούμενο θέμα και δεν αποδεικνύει σε καμιά περίπτωση ότι "διεσώθη ο δωρικός τύπος "αυς"," όπως διατείνεται η Α. Τζ. ή ότι "ο Κοραής έχει "δίκηο" [sic]", όπως αγλωσσολόγητα γράφει. Αντίθετα, το αττικό "ωτίον," από όπου προέρχεται το σωζόμενο σε νεοελληνικές συντηρητικές διαλέκτους "ωτίν," ήταν αυτό που έδωσε τον τύπο "αφτί." Για την επιβίωση, όμως, του τύπου "ωτίν" στις διαλέκτους του Πόντου και της Καππαδοκίας, η φιλόλογος αποφεύγει να κάνει λόγο αφήνοντας αναπάντητο το σχετικό ερώτημα που της ετέθη. Σε ένα χωρίο του Τριανταφυλλίδη (1965: 326), ωστόσο, μπορεί να εντοπίσει κανείς την πραγματική αιτία της προσκόλλησης ορισμένων στις αναθεωρημένες από τη γλωσσική επιστήμη γραφές "αυτί, αυγό" (αντί των ορθών "αφτί, αβγό"). Ο αείμνηστος γλωσσολόγος είχε πει κάποτε απευθυνόμενος στον Γάλλο νεοελληνιστή Η. Pernot: "[…] όταν επιστρατεύωνται προλήψεις βαθιοριζωμένες, όταν εξαφανίζεται η λογική και ξεσπούν τα πάθη, φαντάζεστε πως απομένει καιρός για εξήγηση και συζήτηση για το αν χρειάζωνται τα "αυτιά" "φ" ή "υ" ;".

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Α΄)

Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου Ειρήνη 1991: Η αιολοδωρική θεωρία. Συμβολή στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Διδακτορική διατριβή (Αθήνα).

Μπαμπινιώτης Γεώργιος 1997: "Επιστημονική ετυμολογία των λέξεων": εφημ. "Το Βήμα," 21 Σεπτεμβρίου.

Τριανταφυλλίδης Μανόλης 1965: Άπαντα, τόμ. Ζ΄: γλωσσικό ζήτημα και γλωσσοεκπαιδευτικά, Ορθογραφικά, Παιδαγωγικά (Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Xαραλαμπάκης Χριστόφορος 1997: "Ασύλληπτες περιγραφές γονιμοποιήσεων του ευρωπαϊκού λόγου από την ελληνική γλώσσα. Περιθωριακές σημειώσεις σε ένα αλλόκοτο βιβλίο": περιοδ. "Θαλλώ" 9, 243- 251.

Χατζιδάκις Γεώργιος 1907: Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, τόμ. Β΄ (Αθήνα: βιβλιοθήκη Μαρασλή και φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήνα: Βασιλείου,1992).

Χατζιδάκις Γεώργιος 1977: Γλωσσολογικαί έρευναι, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών).

Β΄)

Picoche Jacqueline 1992: Dictionnaire etymologique du francais (Paris: le Robert).