ftou.gr - Best Served Ice Cold (AntiCommunity)
Έκδοση: Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου 2002

Η ανακάλυψη ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων

Από vas_arg

Η αναζήτηση της ετυμολογικής προέλευσης μιας λέξης αποτελεί μια διαδικασία που έχει όχι μόνο γλωσσικό, αλλά και ευρύτερο ενδιαφέρον, αφού μας αποκαλύπτει διάφορα πολιτισμικά ρεύματα που έχουν αποτυπωθεί στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας. Ο Τσολάκης (1999: 83) σημειώνει χαρακτηριστικά: "οι λέξεις είναι φορείς πολιτισμού, φορείς και μάρτυρες πολιτισμού. Αν μάθει κανείς να ανοίγει την κρούστα τους, το εξωτερικό τους περίβλημα, αντικρίζει στο εσωτερικό τους την πολιτισμική ιστορία της ανθρωπότητας. Με την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε ότι το πολιτισμικό παρελθόν γίνεται, με την παρουσία των λέξεων, πολιτισμικό παρόν". Για παράδειγμα, μια κατηγορία λέξεων που κατ' εξοχήν αντανακλούν ρεύματα πολιτισμού με τα οποία ήλθε σε επαφή ένας λαός είναι τα δάνεια.

 

Στο χωρίο που παρατέθηκε προηγουμένως, ο Τσολάκης γράφει ότι προϋπόθεση για την αποκάλυψη πολιτισμικών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν οι λέξεις είναι να "μάθει κανείς να ανοίγει την κρούστα τους". Αυτό προφανώς σημαίνει ότι η αναζήτηση του ετύμου μιας λέξης - που μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για την αποτύπωση πολιτισμικών ρευμάτων σε διάφορες γλώσσες - θα πρέπει να έχει επιστημονικό χαρακτήρα. Θα πρέπει δηλ. να βασίζεται στη γλωσσική επιστήμη και όχι, π.χ., σε μια συμπτωματική ομοηχία δύο λέξεων, που οδηγεί στην παρετυμολογική σύνδεσή τους (βλ.σημ. 1). Ορισμένοι, για παράδειγμα, προσπαθούν να συνδέσουν λέξεις από διάφορες περιοχές του Ειρηνικού και της Αμερικής με την αρχαία Ελληνική. Ο Μπουκάλας (2000), απεναντίας, χαρακτηρίζει εύστοχα "τραγελαφικές παρετυμολογικές δοκιμές" τέτοιες ετυμολογήσεις από την Ελληνική διαφόρων τύπων που ανήκουν σε γλώσσες φυλών της Αμερικής. Κατάλληλη απάντηση σε αυτούς τους αβάσιμους, αντιεπιστημονικούς συσχετισμούς θα μπορούσε να θεωρηθεί και το ακόλουθο χωρίο του Landau (1989: 101), ο οποίος επισημαίνει κάτι που ισχύει σε γενικές γραμμές: "borrowings are due to actual contact. When one alleges that a word was borrowed from the language of another culture, there must be evidence that the two peoples actually came in contact" ["οι δανεισμοί οφείλονται σε πραγματική επαφή. Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι μια λέξη απετέλεσε αντικείμενο δανεισμού από μια γλώσσα ενός άλλου πολιτισμού, πρέπει να υπάρχει απόδειξη ότι οι δύο λαοί πράγματι ήλθαν σε επαφή"]. Παράδειγμα επιστημονικής ετυμολόγησης μιας λέξης από γλώσσα άλλου πολιτισμού είναι μεταξύ άλλων η αναγωγή του γαλλ. abricot "βερίκοκο" (ROΒ, λ. abricot) στο αραβ. al barquq. Ο Landau (1989: 101) παραθέτει, επίσης, τα ακόλουθα λόγια του Walter Skeat: "the history of a nation generally accounts for the constituent parts of its language. When an early English word is compared with Hebrew or Coptic, as used to be done in the o l d editions of Webster's dictionary, history is set at defiance" ["η ιστορία ενός έθνους γενικά εξηγεί τα συστατικά μέρη της γλώσσας του. Όταν μια πρώιμη αγγλική λέξη συγκρίνεται με εβραϊκή ή κοπτική, όπως συνηθιζόταν στις παλαιές εκδόσεις του λεξικού Webster, η ιστορία περιφρονείται"]. Επομένως, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με πολιτισμικά στοιχεία που αντανακλά το λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι ο επιστημονικός χαρακτήρας της μεθόδου με την οποία επιχειρείται η ανεύρεση του ετύμου των λέξεων.

 

Ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα "τραγελαφικών παρετυμολογικών δοκιμών", σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Μπουκάλα η οποία προαναφέρθηκε: στο περιοδικό "Δαυλός" (τεύχος 211, Ιούλιος 1999) δημοσιεύεται το άρθρο του Κωνσταντίνου- Ευσταθίου Γεωργανά "Υποβρύχια πόλη 10.000 χρόνων στον βυθό του Ειρηνικού Ωκεανού. Συντριπτικές αποδείξεις ότι είναι ελληνική" - Τα "αποδεικτικά" στοιχεία που αναφέρει ο αρθρογράφος προέκυψαν από μια "επιτόπια θεώρηση" στον Ειρηνικό, όπου τάχα βρέθηκαν "ίχνη ανεξάλειπτα προϊστορικής ελληνικής παρουσίας" - Η προσπάθεια του Κ.- Ευ. Γεωργ. να συνδέσει λέξεις και τοπωνύμια διαφόρων περιοχών του Ειρηνικού με την αρχαία Ελληνική αποτελεί, βεβαίως, δείγμα μιας καθαρά ερασιτεχνικής μεθόδου για τη διερεύνηση πολιτισμικών ρευμάτων που αντικατοπτρίζονται σε διάφορες γλώσσες. Ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου συνδέει, για παράδειγμα, το ιαπωνικό θεωνύμιο Matarasu με το ελληνικό "Μήτηρ σου", το όνομα του θεού της Χαβάης Pele με το "Πηλεύς", τη μονολεκτική ονομασία "Μόε" των αγαλμάτων σε ένα νησί του Ειρηνικού με τη λέξη "Μούσαι" και, τέλος, την αντίστοιχη περιφραστική τους ονομασία "Μάτα Κίτε Ράνι" με την ελληνική φράση "όμματα κείνται ουρανώ" (επειδή, λέει, τα αγάλματα αυτά έχουν τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω!). Αλήθεια, όταν οι Τούρκοι ή οι Σκοπιανοί για λόγους σκοπιμότητας οικειοποιούνται στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και διαστρεβλώνουν την επιστήμη, σε τι διαφέρουν από μερικούς τέτοιους, δικούς μας, παρ-ετυμολόγους "ερευνητές";

 

Με αφορμή μια ανάλογη περίπτωση όπου "ανακαλύφθηκαν" ελληνικές λέξεις σε κάποια γλώσσα της Ασίας και προσκομίστηκαν ως "τεκμήρια" γι' αυτό ορισμένες "ομοηχίες" του τύπου "εδώ- ιό, ζώο- σάα" κ.ά., ο Στάντης Αποστολίδης σε άρθρο του (εφημ. "Ελευθεροτυπία", 10.3.1998) επεσήμανε πολύ εύστοχα: "πέραν του ότι αυτές δεν είναι καν πραγματικές ομοηχίες, παρά μόνο για τ' αφτιά εκείνων που ακούν ό,τι θέλουν ν' ακούσουν, ομοηχίες τέτοιες ή και πειστικότερες, συναντιούνται σε κάμποσες περιπτώσεις μεταξύ δύο γλωσσών κι είναι απλά συμπτωματικές, δεν υποδεικνύουν γλωσσολογικές συγγένειες, αν δεν υπάρχουν παραλληλίες στις γλωσσικές δομές (στη Γραμματική, στη Σύνταξη, στη Φωνολογία). Και τούτα θα τά 'ξεραν οι γράφοντες, αν ήταν γλωσσολόγοι". Για παράδειγμα, το αρχαιοελληνικό "δίδωμι" πράγματι συνδέεται ετυμολογικά με το αρχαίο ινδικό dadami, εφόσον οι δύο αυτοί ρηματικοί τύποι εμφανίζουν κοινή ρίζα, κατάληξη και ενεστωτικό διπλασιασμό. Κατά τον Χατζιδάκι (1924: 4), τέτοια στοιχεία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού από τη μια γλώσσα στην άλλη, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Κατά τον Χαραλαμπάκη (1997: 246), μια τέτοια υπόθεση "καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών". Άρα, η ετυμολογική σχέση ανάμεσα στους συγκεκριμένους τύπους αποδεικνύει τη γενετική συγγένεια των γλωσσών όπου ανήκουν και την προέλευσή τους από μια κοινή πρωτογλώσσα, την ινδοευρωπαϊκή στην προκειμένη περίπτωση. Η συγγένεια, όμως, των διαφόρων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν θεμελιώνεται σε ευκαιριακές και συμπτωματικές ομοηχίες λέξεων, αλλά στην εκτεταμένη και συστηματική παραλληλία γλωσσικών δομών. Γι' αυτό, ο Χαραλαμπάκης (1997: 246) και πάλι τονίζει ότι: "η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται - με βάση τα σημερινά τουλάχιστον επιστημονικά δεδομένα - στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος "γλωσσικού συνδέσμου", για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια τον δικό της δρόμο".

 

Τέλος, η "ανακάλυψη" ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων σε γλώσσες του Ειρηνικού, της Αμερικής ή της Ασίας χάριν εντυπωσιασμού δεν προβάλλει την Ελληνική. Απεναντίας, αποτελεί δείγμα της ρηχότητας με την οποία μερικοί αντιμετωπίζουν όχι μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά και γενικότερα τον ελληνικό πολιτισμό. Ο Χαραλαμπάκης (1997: 251) κατακρίνοντας την ερασιτεχνική μέθοδο της φιλολόγου ?. Τζ., η οποία σε βιβλίο της "προβάλλει" την Ελληνική διδάσκοντας μεταξύ άλλων ότι η Λατινική και η Σανσκριτική έχουν ελληνική καταγωγή, γράφει τα εξής για την π ρ α γ μ α τ ι κ ή α ξ ί α της ελληνικής γλώσσας: "ευτυχώς που υπάρχουν, κυρίως ξένοι, αλλά και Έλληνες διαπρεπείς ερευνητές, οι οποίοι έχουν δείξει με τις αυστηρά επιστημονικές μελέτες τους ότι η Ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό ίσως φαινόμενο στην Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλιέται αδιάκοπα επί 4000 χρόνια και γράφεται επί 3500 χρόνια, στον ίδιο περίπου γεωγραφικό χώρο. Στη γλώσσα μας γράφτηκαν αθάνατα λογοτεχνικά έργα. Ως ελληνιστική κοινή διαδόθηκε σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη. Αποτέλεσε τη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, που άλλαξε τη ροή της ανθρωπότητας, ενώ ως δεύτερη γλώσσα του Ανθρωπισμού επηρέασε για δεύτερη φορά τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος στηρίζεται στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να δανείζει ποικίλα μορφήματα για τη δημιουργία χιλιάδων επιστημονικών όρων και νεολογισμών. Αυτές οι αντικειμενικώς εξακριβώσιμες αλήθειες, για τις οποίες πρέπει να νιώθουν δικαιολογημένη υπερηφάνεια οι νεοέλληνες, απουσιάζουν εντελώς ή δεν τεκμηριώνονται επαρκώς σε μια μελέτη [της φιλολόγου ?. Τζ.] που υποτίθεται ότι έχει στόχο να προβάλει την Ελληνική γλώσσα" (βλ. σημ. 2). Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής έγκειται σε αυτά ακριβώς τα αντικειμενικά στοιχεία και δεν εξαρτάται από την "ανακάλυψη" ανύπαρκτων ελληνικών λέξεων στον βυθό του Ειρηνικού και τις κορυφές των Ιμαλαΐων με μια μέθοδο που δεν έχει καμία επιστημονική (γλωσσολογική και ιστορική) βάση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Ακόμη κι όταν δύο τύποι συμπίπτουν μεταξύ τους φωνητικά σε μεγάλο βαθμό, δεν αλληλοσυνδέονται γενετικά κατ’ ανάγκην: ο Μαγουλάς (1969- 1970: 330) αναφέρει ότι το ελλην. "μάτι", επειδή προέρχεται από το ομμάτιον (< "όμμα" + "-ιον" ), είναι εντελώς άσχετο με το ινδονησιακό mata. Τέτοιες παρετυμολογικές συνδέσεις ανάμεσα σε λέξεις θυμίζουν μια χαρακτηριστική παρομοίωση που χρησιμοποίησε ο Χατζιδάκις (1905: 6): ο μεγάλος γλωσσολόγος, θέλοντας να επισημάνει ότι η ερασιτεχνική έρευνα της γλώσσας, αυτή δηλ. που δεν έχει επιστημονικά ερείσματα, είναι επιφανειακή, έγραψε ότι "δύναται να παραβληθή ευστόχως προς την υπό αμαθούς βιβλιοθηκαρίου κατάταξιν των βιβλίων κατά το εξωτερικόν σχήμα ή το χρώμα του δέματος".

 

2. Το χωρίο αυτό δίνει την αφορμή για ένα γενικότερο σχόλιο σχετικά με την αξιολόγηση των γλωσσών. Σύμφωνα με τη γλωσσολογία, οι διάφορες γλώσσες ανά τον κόσμο πράγματι δεν μπορούν να αξιολογηθούν ως συστήματα γλωσσικών σημείων, γιατί η καθεμιά από αυτές είναι απολύτως επαρκής για την εκπλήρωση των επικοινωνιακών αναγκών των ομιλητών της. Δεν είναι, όμως, αθέμιτη επιστημονικά η αξιολόγηση των γλωσσών από πολιτισμικής πλευράς. Ορισμένοι, βεβαίως, για να αποδείξουν ότι δεν επιτρέπεται η σύγκριση των πολιτισμών, κάνουν λόγο για τις ιστορικές παραμέτρους που πάντοτε παίζουν ρόλο στην ακμή τους. Ωστόσο, οι ιστορικές συγκυρίες που συνετέλεσαν στο να ακμάσουν διάφοροι πολιτισμοί και κοινωνίες στην ιστορία του ανθρώπινου γένους απλώς εξηγούν την άνθησή τους και δεν αναιρούν σε καμιά περίπτωση τη δυνατότητα συγκριτικής θεωρήσεως των πολιτισμών και των κοινωνιών εν γένει. Ακόμη, στον ισχυρισμό μερικών διανοουμένων ότι οι πολιτισμοί και οι κοινωνίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν συγκριτικά έξω από τα πλαίσιά τους, γιατί δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο σύγκρισης, ο καθηγητής Θεόδωρος Λιανός (εφημ. "Το Βήμα", 21.10.2001) αντιτάσσει πολύ εύστοχα ότι "υπάρχουν οικουμενικές αξίες που απορρέουν από την ίδια τη φύση του ανθρώπου ανεξαρτήτως πολιτισμικού περιβάλλοντος" και "οικουμενικές αξίες για τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης και τη ζωή του ατόμου", ενώ συμπληρώνει χαρακτηριστικά: "μου φαίνεται αδιανόητο να υποστηρίζει κανείς ότι ένας πολιτισμός που επιτρέπει ή επιβάλλει την ανθρωποφαγία ή τον ακρωτηριασμό ή τη γυναικεία περιτομή δεν είναι συγκρίσιμος (και συνεπώς κατώτερος) με έναν άλλο πολιτισμό που προστατεύει τη ζωή και την αρτιμέλεια. Αν μια κοινωνία στερεί στα μέλη της ή σε ορισμένα μέλη (π.χ. τις γυναίκες) την ελευθερία και την αυτονομία τους, τότε μπορώ, χωρίς ενδοιασμό, να την συγκρίνω με μιαν άλλη η οποία προστατεύει την ελευθερία και την αυτονομία των μελών της και να πω ότι είναι πολιτισμικά κατώτερη". Συνεπώς, εφόσον οι πολιτισμοί μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους ως προς τις οικουμενικές αξίες που πρεσβεύουν, και οι γλώσσες μπορούν να αξιολογηθούν ιεραρχικά ως αναπόσπαστα τμήματα των πολιτισμών όπου ανήκουν. Η συγκριτική αυτή θεώρηση των γλωσσών, ως πολιτισμικών μορφωμάτων και μόνο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση ρατσιστική - ρατσισμός θα ήταν η απόδοση της πολιτισμικής καλλιέργειας μιας γλώσσας (π.χ. της πλούσιας γραμματείας της) σε βιολογική ανωτερότητα των ομιλητών της. Κατά τα άλλα, δεν είναι ούτε αντιεπιστημονική ούτε αυθαίρετη η διάκριση ορισμένων γλωσσών με βάση την καλλιέργειά τους. Για παράδειγμα, η γλώσσα στην οποία έχουν γραφεί τα ομηρικά έπη και τόσα άλλα αριστουργήματα δικαιολογημένα θεωρείται ξεχωριστή πολιτισμικά. Μερικοί διανοούμενοι, που υποστηρίζουν την ισότητα των γλωσσών από πολιτισμικής πλευράς, εμφανίζονται ως εκφραστές της επιστήμης στο συζητούμενο θέμα, ενώ στην πραγματικότητα απλώς προβάλλουν μια δημαγωγική, ισοπεδωτική αντίληψη των γλωσσών, προϊόν της ιδεολογίας τους. Γλωσσολογικά, πράγματι δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση των γλωσσών ως σημειακών συστημάτων. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι οι γλώσσες δεν μπορούν να αξιολογηθούν ούτε ως πολιτισμικά μορφώματα, γιατί δήθεν οι πολιτισμοί τους οποίους εκφράζουν και οι κοινωνίες από τις οποίες γεννήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν, είναι επιστημονικοφανής.

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ
ROB Robert Paul 1970: Dictionnaire alphabetique et analogique de la langue francaise (Paris: le Robert).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Α΄)
Μαγουλάς Γεώργιος 1969- 1970: "Ετυμολογικά", Επιστημονική επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. ΣΤ΄ (Αθήνα), 325- 350.

Μπουκάλας Παντελής 2000: "Η γλώσσα και οι θρύλοι": εφημ. Η Καθημερινή, 23 Απριλίου.

Τσολάκης Χρίστος 1999: Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (Σκόπελος: Νησίδες, σε συνεργασία με τον ραδιοφωνικό σταθμό 9. 58 της Ε. Ρ. Τ. - 3).

Xαραλαμπάκης Χριστόφορος 1997: "Ασύλληπτες περιγραφές γονιμοποιήσεων του ευρωπαϊκού λόγου από την ελληνική γλώσσα. Περιθωριακές σημειώσεις σε ένα αλλόκοτο βιβλίο". Θαλλώ 9, 243- 251.

Χατζιδάκις Γεώργιος 1905: Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, τόμ. Α΄ (Αθήνα: βιβλιοθήκη Μαρασλή - και φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα: Βασιλείου, 1991).

Χατζιδάκις Γεώργιος 1924: Ακαδημεικά αναγνώσματα εις την ελληνικήν και λατινικήν γραμματικήν, τόμ. Α΄ (Αθήνα).

Β΄)
Landau Sidney 1989 [20012]: Dictionaries. The art and craft of lexicography (Cambridge: Cambridge University Press).