ftou.gr - Best Served Ice Cold (AntiCommunity)
Έκδοση: Τρίτη, 22 Οκτωβρίου 2002

Διαχρονική θεώρηση της ετυμολογίας

Από vas_arg

Αντικείμενο του άρθρου αυτού είναι η διαχρονική θεώρηση της ετυμολογίας. Η ενασχόληση με την ετυμολογία μπορεί να διακριθεί σε δύο χρονικές φάσεις, την προεπιστημονική και την επιστημονική. Τα δύο πρώτα υπο-κεφάλαια είναι αφιερωμένα στα δύο αυτά στάδια από τα οποία πέρασε η έρευνα της ετυμολογίας σε διαχρονικό επίπεδο, ενώ το τρίτο υπο-κεφάλαιο περιλαμβάνει έναν σύντομο σχολιασμό μιας άποψης που έχει εκφραστεί με αφορμή την αναίρεση από τη σύγχρονη γλωσσική επιστήμη των ετυμολογιών ενός αρχαίου κειμένου.

 

1. ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Η αναζήτηση του ετύμου, δηλ. της αληθούς ρίζας και σημασίας των λέξεων, απασχολεί τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σε έναν πλατωνικό διάλογο, τον “Κρατύλο” ή “Περί ορθότητος ονομάτων”. Αυτό το κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όμως, δεν παρέχει στον αναγνώστη του έγκυρες ετυμολογικές πληροφορίες, επειδή η εκεί διερεύνηση της προέλευσης των λέξεων βρίσκεται ακόμη στο προεπιστημονικό στάδιο της ενασχόλησης με τη γλώσσα. Για την ακρίβεια, ο πλατωνικός “Κρατύλος” αποτελεί πηγή για την παρετυμολογία πολλών λέξεων της Ελληνικής. Το θεωρητικό υπόβαθρο στις ερμηνείες που δίνει το έργο αυτό είναι η άποψη ότι ανάμεσα στα ονόματα και τα πράγματα υπάρχει μια αιτιώδης, φυσική σχέση: σύμφωνα με την άποψη του φιλοσόφου Κρατύλου, ενός από τους πρωταγωνιστές του ομώνυμου διαλόγου, ονόματα και πράγματα συνδέονται μεταξύ τους αιτιακά. Αντίθετα, κατά τον Ερμογένη, που επίσης συμμετέχει στη συζήτηση, η εν λόγω σχέση έχει συμβατικό χαρακτήρα. Όλοι όσοι υποστήριζαν την πρώτη άποψη – ο Πλάτων, οι Στωικοί κ.ά. – προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τις αρχικές μορφές και σημασίες των λέξεων της Ελληνικής μέσα από τις ιδιότητες των πραγμάτων τα οποία αυτές δήλωναν. Οι υποστηρικτές της ονοματοκρατικής αυτής θέσης για τη σχέση ονομάτων- πραγμάτων επεδίωκαν δηλ. να εξηγήσουν τον σχηματισμό μιας λέξης κατά τη δημιουργία της γλώσσας από τους πρώτους ανθρώπους, τη “γλωσσογονία”, που ήταν γι’ αυτούς προϊόν ονοματοθεσίας. Χαρακτηριστικά για τη φιλοσοφική στάση εκείνης της εποχής απέναντι στη γλώσσα είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τον “Κρατύλο”, που περιλαμβάνουν τις ετυμολογίες των λέξεων “άνθρωπος”, “ήλιος”, “Δημήτηρ” και “Ποσειδών”: «[…] το όνομα “άνθρωπος” σημαίνει ότι, ενώ κάθε άλλο ζώο δεν ερευνά ούτε στοχάζεται για ό,τι βλέπει, ούτε “αναθρεί” (κοιτάζει προς τα πάνω), ο άνθρωπος και βλέπει – αυτό θα πει “όπωπε” – και “αναθρεί” και στοχάζεται για ό,τι “όπωπε” (έχει δει). Γι’ αυτό απ’ όλα τα ζώα μόνο ο άνθρωπος ονομάστηκε σωστά “άνθρωπος”, ως “αναθρών α όπωπε” (γιατί εξετάζει όσα έχει δει)» (Πλάτων 1994: 111). «οι Δωριείς τον ονομάζουν [ενν. τον ήλιο] “άλιον”. “Άλιος” θα μπορούσε να είναι για το “αλίζειν” (επειδή συγκεντρώνει) στον ίδιο χώρο ανθρώπους από τη στιγμή που ανατέλλει, θα μπορούσε όμως να είναι και επειδή “αεί ειλείν ιών” (συνεχώς κινείται περιστρεφόμενος) γύρω από τη γη […]» (Πλάτων 1994: 139). «η Δήμητρα φαίνεται ότι έχει ονομαστεί για την παροχή της τροφής, και ονομάστηκε “Δημήτηρ” “διδούσα ως μήτηρ” (προσφέροντας ως μητέρα)» (Πλάτων 1994: 125). «ο Ποσειδών μού φαίνεται ότι ονομάστηκε έτσι από τον πρώτο που τον ονόμασε, επειδή, καθώς εκείνος βάδιζε, η φύση της θάλασσας δεν τον άφησε να προχωρήσει αλλά του έγινε σαν δέσιμο των ποδιών. Τον θεό λοιπόν, που είναι άρχοντας αυτής της δύναμης, τον ονόμασε “Ποσειδώνα”, σαν να ήταν “Ποσίδεσμος” (με δεμένα πόδια). Το -ε- ίσως προστέθηκε για να είναι ωραιότερη η λέξη. Ίσως όμως να μην εννοεί αυτό, γιατί παλιά το όνομά του αντί του σίγμα είχε δύο λάμδα, εννοώντας ότι ο θεός είναι “πολλά ειδώς” (γνώστης πολλών). Ίσως πάλι να πήρε το όνομά του από το σείων, “ο σείων”, με προσθήκη του πι και του δέλτα » (Πλάτων 1994: 121). Αυτή η μέθοδος για την ανεύρεση του ετύμου των λέξεων, που έχει ως αφετηρία μια καθαρά φιλοσοφική θέση απέναντι στη γλώσσα, ακολουθείται και πολύ αργότερα, στους μεσαιωνικούς χρόνους. Σε ετυμολογικό λεξικό του 11ου αι., για παράδειγμα, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εξής ετυμολογικές πληροφορίες για τις ίδιες λέξεις, άνθρωπος, ήλιος, Δημήτηρ και Ποσειδών (βλ. Gaisford 1848 στα αντίστοιχα λήμματα): «άνθρωπος: παρά το “άνω θρειν”, ήγουν “άνω βλέπειν”. Μόνος γαρ των άλλων ζώων ο άνθρωπος άνω βλέπει […] ή παρά το “άνω ρέπειν”, “ανώροπος” τις ων». «ήλιος: παρά το “δήλος” “δήλιος”, ο φανερός. Και “ήλιος”, αποβολή του -δ- ». «Δημήτηρ: παρά το “γη” και το “μήτηρ”, γημήτηρ τις ούσα. Και τροπή του -γ- εις -δ-. Ή “δημομήτηρ”, κατά συγκοπήν. Ή παρά το “διελείν την γην” και τέμνειν εν τη αροτριάσει […]». «Ποσειδών: […] παρά το “την πόσιν δεσμείν”. Ουδείς γαρ εκ του της θαλάσσης πίνει ύδατος αυθαιρέτως […]».

Ακολούθως, θα φανεί γιατί αυτές οι ετυμολογίες δεν έχουν επιστημονική βάση.

 

2. ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Δύο βασικές αρχές της γλωσσολογίας διαφοροποιούν το προεπιστημονικό από το επιστημονικό στάδιο στην ετυμολογική έρευνα των λέξεων: α) αυτή που ορίζει ότι η σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή μιας λέξης είναι συμβατική και β) αυτή που ορίζει ότι οι γλωσσικές μεταβολές δεν έχουν συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά βασίζονται σε φωνολογικούς νόμους. Η πρώτη αρχή υπόκειται στις έρευνες που διεξήγαγαν οι εκπρόσωποι της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας τον 19ο αι., αλλά αναπτύχθηκε αργότερα από τον ιδρυτή της νεότερης γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure (1857- 1913), στα πλαίσια της θεωρίας περί γλωσσικών σημείων που διατύπωσε. Η δεύτερη αρχή, αυτή που αφορά στους φωνολογικούς νόμους, διατυπώθηκε από τους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους και οδήγησε κατ’ εξοχήν στην επιστημονική θεμελίωση της διαδικασίας για την ανεύρεση του ετύμου των λέξεων. Ας δούμε, όμως, την καθεμιά από τις δύο αυτές θεωρητικές αρχές αναλυτικά.

 

Σύμφωνα με την πρώτη αρχή, αυτήν του Saussure, ο δεσμός που ενώνει το σημαινόμενο με το σημαίνον ενός γλωσσικού σημείου, δηλ. η σχέση σημασίας και μορφής μιας λέξης, έχει συμβατικό και όχι αιτιακό χαρακτήρα. Κατά τον Ελβετό γλωσσολόγο, δεν υπάρχει καμία εσωτερική, αιτιώδης σχέση που να συνδέει, π.χ., τη σημασία “soeur” «αδελφή» και την αντίστοιχη ακουστική εικόνα. Η σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη σημασία αυτή και τα φωνολογικά στοιχεία που χρησιμεύουν ως δήλωσή της είναι συμβατική. Ένας οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός φωνημάτων θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τη φωνολογική αντιπροσώπευση της συγκεκριμένης σημασίας. Ο Saussure προέβαλε ως απόδειξη της επιστημονικής αυτής θέσης τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στις γλώσσες και την ίδια την ύπαρξη διαφόρων γλωσσών. Όπως θα πει χαρακτηριστικά ( Saussure 1979: 102): «το σημαινόμενο “boeuf” «βόδι» έχει ως σημαίνον b-ö-f από τη μια μεριά των συνόρων και o-k-s (Ochs) από την άλλη». Αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και την έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δεν θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο. O φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός (1998: 267) τον 2ο αι. μ. Χ. είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη: «αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι τα ονόματα είναι φύσει και δεν σημαίνουν δυνάμει της εκάστοτε σύμβασης, θα έπρεπε οι πάντες να καταλαβαίνουν τους πάντες, οι Έλληνες τους βαρβάρους, οι βάρβαροι τους Έλληνες και βάρβαροι πάλι (άλλους) βαρβάρους. Αυτό όμως δεν ισχύει, επομένως τα ονόματα δεν σημαίνουν εκ φύσεως». Συνεπώς, η άποψη ότι κάποιος ονοματοθέτης δημιούργησε τις πρώτες λέξεις, προκειμένου να αποδώσει τις ιδιότητες των αντίστοιχων αντικειμένων αναφοράς, δεν έχει επιστημονική βάση. Για παράδειγμα, η θέση ότι οι λέξεις “άνθρωπος”, “ήλιος”, “Δήμητρα” και “Ποσειδών” είχαν αρχικά μορφές, όπως “αναθρών α όπωπε ”/ “ανώροπος”, “άλιος” / “δήλιος”, “ διδούσα ως μήτηρ” / “γημήτηρ”, “Ποσίδεσμος” / “την πόσιν δεσμείν” κ.λπ., που απέδιδαν αντίστοιχα τις ιδιότητες του ανθρώπινου όντος, του συγκεκριμένου στοιχείου της φύσεως και των εν λόγω δύο θεών, ανήκει στην προεπιστημονική φάση της ετυμολόγησης των λέξεων. Αξίζει, βεβαίως, να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση, που αφορά στην υφή του γλωσσικού σημείου: τα μέρη που απαρτίζουν το σημείο αποτελούν εσωτερικές, ψυχικές οντότητες: το σημαινόμενο είναι η γνώση για τη σημασία μιας λέξης, ενώ το σημαίνον η γνώση για τη φωνολογική της έκφραση (με φωνήματα), που διαφέρει από την ηχητική της πραγμάτωση με φθόγγους. Κατά τον Saussure (1979: 100), «το γλωσσικό σημείο ενώνει όχι ένα πράγμα και ένα όνομα, αλλά μια ιδέα και μια ακουστική εικόνα. Αυτή η τελευταία δεν είναι ο υλικός ήχος, πράγμα καθαρά φυσικό, αλλά το ψυχικό αποτύπωμα του ήχου αυτού, η παράσταση που μας δίνει γι’αυτόν η μαρτυρία των αισθήσεών μας […]. Ο ψυχικός χαρακτήρας των ακουστικών μας εικόνων φαίνεται καθαρά, όταν παρατηρούμε τον δικό μας λόγο. Χωρίς να κινούμε τα χείλη ούτε τη γλώσσα, μπορούμε να μιλάμε στον εαυτό μας ή να απαγγέλλουμε ένα αριθμό στίχων». Άρα, ο δεσμός σημαινομένου- σημαίνοντος, για τον οποίον έγινε λόγος προηγουμένως, αποτελεί συμβατική σχέση δύο εσωτερικών στοιχείων.

 

Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή της γλωσσικής επιστήμης, οι μεταβολές που εμφανίζει μια γλώσσα σε φωνολογικό επίπεδο δεν είναι τυχαίες, αλλά υπακούουν σε συγκεκριμένους νόμους, τους φωνολογικούς. Στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, οι φωνολογικοί νόμοι αποτελούν γενικούς κανόνες που ρυθμίζουν σε ορισμένη χρονική φάση μιας γλώσσας τις φωνολογικές μεταβολές και ερμηνεύουν επιστημονικά την παρουσία αυτού ή εκείνου του φωνήματος σε διαφόρους τύπους. Για παράδειγμα, δεν είναι συμπτωματική η εμφάνιση του -θ- στον τύπο του μέλλοντα θρεξούμαι της Αρχαίας έναντι του -τ- στον αντίστοιχο ενεστωτικό τρέχω. Ο πρώτος τύπος δημιουργήθηκε από αρχική ρίζα *θρεχ- ως εξής:
*θρεχ-σούμαι > θρεκ-σούμαι > θρεξούμαι
(ο αστερίσκος δηλώνει τον υποθετικό ή αμάρτυρο τύπο). Πιο συγκεκριμένα, στον τύπο *θρεχ-σούμαι λειτούργησε ένας παλιός φωνολογικός νόμος, αυτός της αποδάσυνσης ή αηχοποίησης, σύμφωνα με τον οποίον τα -β-, -φ- και -γ-, -χ- της Αρχαίας, όταν βρεθούν σε περιβάλλον προ -σ- ή -τ-, τρέπονται στα αντίστοιχα ψιλά. Άρα, το -χ- του *θρεχ-σούμαι, επειδή ακολουθούνταν από το -σ-, έχασε τη δασύτητά του, ετράπη σε -κ- και έδωσε τον τύπο θρεξούμαι. Ενώ η εξέλιξη του τύπου τρέχω, που επίσης ανάγεται σε ρίζα *θρεχ-, είναι η ακόλουθη: *θρέχ-ω > τρέχ-ω. Πιο συγκεκριμένα, ο ενεστωτικός αυτός τύπος ερμηνεύεται από τη λειτουργία άλλου φωνολογικού νόμου, αυτού της ανομοίωσης των δασέων, γνωστού και ως «νόμου του Grassmann», σύμφωνα με τον οποίον σε περιβάλλον με δύο διαδοχικά δασέα το πρώτο από αυτά τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό. Επομένως, στον αρχικό τύπο *θρέχ-ω, που εμφανίζει δύο αλλεπάλληλα δασέα, το -θ- και το -χ-, το -θ- ετράπη σε -τ- και έδωσε τον γνωστό ρηματικό τύπο τρέχω. Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι φωνολογικοί νόμοι που ερμηνεύουν γλωσσολογικά την εμφάνιση των φωνημάτων σε διαφόρους τύπους. Η ετυμολόγηση των λέξεων που δεν βασίζεται στη λειτουργία των νόμων αυτών δεν έχει επιστημονικό χαρακτήρα. Ο Χατζιδάκις (1915: 101- 102) επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «κηρύσσεται απαράδεκτος πάσα ετυμολογία όπως και πάσα άλλη ερμηνεία παραβαίνουσα γνωστούς και ανεγνωρισμένους φθογγικούς νόμους, αν μήτε δια της αρχής των αναλογιών μήτε δια του δανεισμού μήτε κατά τινα άλλον τρόπον τυγχάνη της προσηκούσης αιτιολογίας και ερμηνείας». Για παράδειγμα, η αναγωγή των τύπων “άνθρωπος”, “ήλιος”, “Δήμητρα” και “ Ποσειδών” σε φράσεις όπως “άνω θρειν”, “αεί ειλείν ιών”, “διελείν την γην” και “την πόσιν δεσμείν” αντίστοιχα, είναι αυθαίρετη, γιατί δεν εξηγεί με βάση κάποιον γνωστό από τη γλωσσική επιστήμη νόμο ή με κάποιον άλλον τρόπο τις φωνολογικές μεταβολές που ρυθμίζουν την εμφάνιση καθενός από τα φωνήματα στις τέσσερεις αυτές λέξεις.

 

3. ΣΧΟΛΙΑ

Mε αφορμή την αναθεώρηση από τη σύγχρονη γλωσσολογία των ετυμολογιών του πλατωνικού Κρατύλου, έχει διατυπωθεί η ιδεολογική άποψη ότι ο Κρατύλος του Πλάτωνα, εφόσον είναι ένα τόσο αξιόλογο αρχαιοελληνικό κείμενο, δεν μπορεί να δίνει αντιεπιστημονικές ετυμολογικές πληροφορίες, όπως διδάσκει η σύγχρονη γλωσσολογία. Πράγματι, ο Κρατύλος αποτελεί ένα πολύτιμο κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, γιατί αποκαλύπτει έναν έντονο προβληματισμό και περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές θέσεις για τη γλώσσα. Το συγκεκριμένο έργο είναι ένα αξιόλογο φιλοσοφικό κείμενο, που πραγματεύεται ένα σημαντικό θέμα, το είδος της σχέσης που συνδέει τα ονόματα και τα πράγματα, δηλ. τον φυσικό ή συμβατικό χαρακτήρα της σχέσης αυτής. Ο πλατωνικός αυτός διάλογος, όμως, δεν έχει την αξία ειδικού γλωσσολογικού εγχειριδίου, που μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη πηγή ετυμολογικών πληροφοριών. Η αξία του είναι γενικότερη, αφού ένα αρχαίο κείμενο δεν αξιολογείται μόνο με βάση την επιστημονική του εγκυρότητα ή την απόκλισή του από γλωσσολογικά διδάγματα, που εμφανίστηκαν τον 19ο και τον 20ό μόλις αιώνα. Για τις εσφαλμένες ετυμολογίες που απαντούν σε μερικά αρχαία κείμενα, ο Χατζιδάκις (1977: 127) επισημαίνει μάλιστα: «αν τις θελήση να λάβη υπ’όψιν ότι ταύτα συνέβαινον ότε ούτε τα μέρη του λόγου είχον διακριθή ούτε αι καταλήξεις, πτωτικαί, προσωπικαί, παραγωγικαί κ.λπ. ούτε ρίζαι ή θέματα, ούτε χρόνοι ή συζυγίαι ή εγκλίσεις κ.λπ. κ.λπ. είχον διευκρινηθή, τ.έ. ότε η γραμματική ήτο έτι εν τοις σπαργάνοις, τότε μάλλον θα θαυμάση δια το γλωσσικόν διαφέρον εκείνων […]. Μομφής άξιοι θα φανώσιν είς τινα μάλλον οι μετέπειτα Γραμματικοί, οίτινες ει και η γραμματική επ’αυτών είχε καλλιεργηθή και αναπτυχθή, ουχ ήττον επί αιώνας εξηκολούθουν διαστρέφοντες καθ’ όμοιον πάντοτε τρόπον τα της γλώσσης». Συν τοις άλλοις, όπως επισημαίνει ο Robins (1989: 42), θα ήταν άδικο να μην ειπωθεί ότι ο Πλάτων πολλές φορές αστειεύεται, όταν δίνει μερικές από τις ετυμολογίες του Κρατύλου. Το να ειπωθεί πάντως η επιστημονική αλήθεια, ότι δηλ. αυτό το αξιόλογο, κατά τα άλλα, φιλοσοφικό κείμενο δεν δίνει σωστές ετυμολογίες, δεν υποτιμά σε καμιά περίπτωση τη σημασία του ούτε το μέγεθος του δημιουργού του. Εδώ ταιριάζει να παρατεθούν όσα έγραψε ο Χατζιδάκις (19242: 132) με άλλη αφορμή, τις επιθέσεις που είχε δεχθεί «δια κακώς νοουμένην φιλοπατρίαν», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, όταν δίδαξε την επιστημονική αλήθεια ότι η προφορά της Αρχαίας ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή προφορά της Ελληνικής: «[…] καιρός είναι πλέον να λήξη η των ατόπων υπεράσπισις, να πεισθώμεν δε πάντες ότι και περί τούτων ως και περί παντός άλλου η αλήθεια πρέπει να λέγηται και ότι αύτη ου μόνον δεν βλάπτει αλλά κατ’ αλήθειαν και τιμά και σώζει».

 

Υ.Γ.: όποιος θέλει να δει μια εργασία γλωσσολογικού περιεχομένου με τίτλο "Θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας", που σκοπό έχει να κατακρίνει διάφορα φαινόμενα γλωσσικού ερασιτεχνισμού, μπορεί να απευθυνθεί στην ιστοσελίδα μου http://www.geocities.com/vasargyr/.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Πλάτων 1994: Κρατύλος ή Περί ορθότητος ονομάτων [μτφρ. φιλολογική ομάδα Κάκτου (Αθήνα: Κάκτος)].
Σέξτος Εμπειρικός 1998: Άπαντα, τόμ. 6 : Προς ηθικούς, προς μαθηματικούς, προς γραμματικούς [μτφρ. Αναστασία-Μαρία Καραστάθη (Αθήνα: Κάκτος)].
Χατζιδάκις Γεώργιος 1915: Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τόμ. Γ΄ : Γενική Γλωσσική (Αθήνα – και φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα: Βασιλείου, 1991).
Χατζιδάκις Γεώργιος 19242: Ακαδημεικά Αναγνώσματα εις την Ελληνικήν και Λατινικήν Γραμματικήν, τόμ. Α΄ (Αθήνα).
Χατζιδάκις Γεώργιος 1977: Γλωσσολογικαί έρευναι, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών).
Gaisford Thomas [εκδ.] 1848: Etymologicon magnum lexicon (Oxford) [ Μέγα ετυμολογικόν ( 11ος αι. ) (Αθήνα: Πελεκάνος, 2000)].
Robins R. H. 1967: A short history of linguistics (London: Longman) [ Σύντομη Ιστορία της Γλωσσολογίας, μτφρ. Αθηνάς Μουδοπούλου (Αθήνα: Νεφέλη, 1989)].
Saussure Ferdinand de 1916: Cours de linguistique générale (Paris et Lausanne:
Payot) [ Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μτφρ. Ι. Δ. Αποστολόπουλου (Αθήνα: Παπαζήσης, 1979)].


Σχόλια από επισκέπτες: