ftou.gr - Best Served Ice Cold (AntiCommunity)
Έκδοση: Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου 2002

Η εκδίκηση της Κινέζας

Από Lilla

ΓιαλαντζίΈμοιαζε με Κινεζάκι. Είχε μαύρα ίσια μαλλιά, που κατέβαιναν στο μέτωπό της σε αφέλειες, και μαύρα σκιστά μάτια. Το πρόσωπό της ήταν πολύ χλωμό. Έπαιρνε χρώμα, μόνο όταν σκεφτόταν κάποια σκανταλιά. Τις οικογένειές μας τις συνέδεε κουμπαριά, μια και η γιαγιά μου είχε βαφτίσει τον μικρό της αδελφό. Το επώνυμο του πατέρα της ήταν Λύκος. Έτσι άκουγα τους γονείς μου να λένε: Θα 'ρθουν απόψε κι οι Λύκοι. Ή θα πάμε στους Λύκους.


Ένα απόγευμα καλοκαιριού είχαμε πάει στο σπίτι τους, στο Νέο Ηράκλειο. Οι μεγάλοι κάθονταν στην μπροστινή βεράντα, ενώ εμείς παίζαμε στο πίσω οικόπεδο κυνηγητό και κρυφτό μαζί με άλλα παιδιά της γειτονιάς της.


Όταν πήρε να βραδιάζει, τα υπόλοιπα παιδιά τα φώναξαν οι μανάδες τους κι εμείς σταθήκαμε κάτω από ένα δέντρο, για να πάρουμε μια ανάσα από το τρέξιμο.


Ήταν ένα χρόνο μικρότερή μου, γύρω στα εφτά, και θυμάμαι κάποια στιγμή το πρόσωπό της άλλαξε έκφραση ξαφνικά, έγινε σαν μεγαλίστικο. Με κοίταξε με τα κινέζικα μάτια της και μου είπε:


— Θέλεις να γαμηθούμε;


Δεν θυμάμαι αν την είχα ξανακούσει αυτή τη λέξη, πάντως σίγουρα δεν ήξερα τι ακριβώς σήμαινε. Καταλάβαινα όμως ότι εννοούσε κάτι πονηρό. Τα χείλη της είχαν μισανοίξει κι είχαν φανεί κάτι αραιά δοντάκια, που γυάλιζαν κοφτερά. Τα μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές. Κι οι δύο ήμασταν μούσκεμα ακόμα από το παιχνίδι και βαριανασαίναμε.


— Δηλαδή, να κάνουμε τι; ρώτησα αμήχανος.


— Να, θα βάλεις το πουλάκι σου πάνω στο μουνάκι μου.


Δίχως να πει άλλη λέξη, σήκωσε το φουστάνι της και φάνηκε το βρακάκι της. Το κατέβασε χωρίς κανένα δισταγμό ως τα γόνατα. Τι να κάνω, ξεκούμπωσα το παντελόνι μου κι εγώ. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον άτριχο μικρό λόφο ανάμεσα στα πόδια της. Διέκρινα μια σχισμή εκεί, που καθώς το σκοτάδι έπεφτε, μου φαινόταν πως φωσφόριζε. Κοιτούσα ανήσυχα γύρω μου για να δω αν μας βλέπουν, αλλά δεν υπήρχε ψυχή.


Ακούμπησα το πουλάκι μου πάνω στο μουνάκι της, που ήταν καυτό. Κόλλησαν οι κοιλιές μας, το στήθος μου πάνω στο στήθος της. Μπορούσα ν' ακούω τις καρδιές μας να χτυπάνε σαν ταμπούρλο. Όμως είχα την εντύπωση ότι εκείνη ήταν πιο ψύχραιμη από μένα, λες κι εκείνο το απαγορευμένο παιχνίδι να το είχε ξαναπαίξει.


Δεν ξέρω πόση ώρα περάσαμε σ' αυτή τη στάση. Καθώς ήμασταν κολλημένοι και μύριζα το δέρμα και τα μαλλιά της, έκλεισα τα μάτια μου. Δεν θυμάμαι αν είχα στύση. Ένιωθα έναν πρωτόγνωρο ερεθισμό, ένα λίγωμα ανάμεικτο με φόβο.


Πέρασαν μήνες κι αυτή η σκηνή έμενε καρφωμένη στο μυαλό μου. Δεν μίλησα γι' αυτό σε κανέναν, ούτε σε μεγάλο ούτε σε μικρό. Ήρθε το φθινόπωρο κι η γιορτή του πατέρα μου.


Πάντα του Αγίου Δημητρίου το σπίτι μας ήταν ανοιχτό. Είχαμε γιορτή και μαζευόταν πολύς κόσμος. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν σχεδόν πάντα κι οι Λύκοι. Ο πατέρας Λύκος έπαιζε βιολί και τραγουδούσε. Του άρεσε το κρασί κι έφτιαχνε προς το τέλος των γλεντιών μεγάλο κέφι.


Όποτε είχαμε συγκέντρωση στο σπίτι, χρησιμοποιούσαν το δικό μου δωμάτιο, για να βάζουν τα παλτά των καλεσμένων. Σχημάτιζαν μια στοίβα πάνω στο κρεβάτι μου. Μαζί κι οι τσάντες των κυριών που κάθε τόσο έρχονταν να τις πάρουν, για να πάνε στην τουαλέτα να φρεσκαριστούνε. Εγώ απέφευγα να πηγαίνω στο σαλόνι όταν είχαμε γιορτή. Δεν μ' άρεσαν πολλοί μεγάλοι μαζεμένοι μαζί. Έμενα στο δωμάτιό μου, μύριζα τα ρούχα τους, εξερευνούσα τις τσέπες τους, καμιά φορά τολμούσα από περιέργεια ν' ανοίξω και κάποια λουστρινένια τσάντα.


Είχαν έρθει πάρα πολλοί εκείνο το βράδυ. Ανάμεσά τους κάποιοι μεγάλοι, μπροστά στους οποίους ντρεπόμουν ιδιαίτερα και γι' αυτό τους αντιπαθούσα. Όπως ο πατέρας της νονάς μου. Όταν θα μεγάλωνα, θα καταλάβαινα ότι ήταν ένας χρυσός άνθρωπος, όμως, σ' εκείνη την ηλικία με τρόμαζε. Ήταν για μένα ένας ηλικιωμένος με τεράστιο κεφάλι. Τα λιγοστά μαλλιά του είχαν κιτρινίσει και μου θύμιζαν φτερά πουλιού. Κρατούσε μπαστούνι κι από το πόδι που κούτσαινε, φορούσε ένα παπούτσι με τεράστια σόλα. Είχε έρθει κι ο παππούς μου μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, μια Κρητικοαμερικάνα. Επίσης, μια θεία μου με τον άντρα της που ήταν αστυνομικός. Αυτός όσο γλυκά κι αν μου μιλούσε ποτέ του δεν με έπειθε.


Κάποια στιγμή ήρθαν κι οι Λύκοι. Επειδή κανείς άλλος δεν είχε φέρει μαζί του παιδί, βρεθήκαμε να παίζουμε στο δωμάτιό μου η Κινέζα, εγώ κι ο αδελφός της. Μας τον είχαν αφήσει, για να τον προσέχουμε. Είχε μεγαλώσει λίγο και μόλις περπατούσε. Τα πανωφόρια πάνω στο κρεβάτι μου είχαν γίνει βουνό κι όλο έμπαινε η μητέρα μου για ν' αφήσει ένα καινούργιο. Την πόρτα μάς την είχαν αφήσει ανοιχτή.


Από το δωμάτιό μου ξεκινούσε ένας διάδρομος και στο τέλος του υπήρχε μια τζαμένια πόρτα, που μάς χώριζε από το σαλόνι. Πίσω από το τζάμι βλέπαμε να πηγαινοέρχονται οι φιγούρες των μεγάλων. Ακουγόταν μουσική μαζί με ομιλίες, γέλια και ευχές. Προσπαθούσα να της μάθω το Στρατέγκο, ένα παιχνίδι που μόλις είχα ανακαλύψει και μου άρεσε πολύ. Στον αδελφό της είχα δώσει μερικά αυτοκινητάκια και τα έσερνε στο πάτωμα.


Ξαφνικά γυρνάει, με κοιτάει με το ίδιο εκείνο σατανικό βλέμμα και μου λέει:


— Τι θα γίνει, δεν θα γαμηθούμε απόψε;

— Μέσα; της λέω. Θα μας πιάσουν. Δεν βλέπεις που συνεχώς έρχονται;

— Έλα! Λίγο μόνο...


Σηκώθηκε, ανέβασε το καλό της φουστάνι. Κατέβασε το βρακί της και μου είπε:

— Απόψε, θέλω πρώτα να μου το φιλήσεις.


Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Πρώτα-πρώτα έπαιζα εντός έδρας. Δεύτερον, ο κίνδυνος να μας πιάσουν επ' αυτοφώρω ήταν πολύ μεγάλος. Τρίτον, με αναστάτωνε φοβερά να φιλήσω εκείνο το σημείο.


Τραβηχτήκαμε όσο μπορούσαμε στο πλάι, στη γωνία πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Έσκυψα και πριν το φιλήσω, το μύρισα. Μια μυρωδιά από σαπούνι κι αλμυρή μαζί. Πιο πολύ μου άρεσε, όταν το άγγιζα με τα χείλη μου. Η επιδερμίδα ακριβώς εκεί ήταν πολύ μαλακή. Όσο έκανα αυτό, είχα το αυτί μου στημένο, μήπως ακούσω ν' ανοίγει η πόρτα του σαλονιού. Συγχρόνως, με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον μικρό να μπουσουλάει στο πάτωμα. Είχε ξεχάσει τ' αυτοκινητάκια και μας είχε πλησιάσει. Μας παρατηρούσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο σαν ανώμαλο παιδί.


Όλη η οικογένεια των Λύκων, τώρα που το σκέφτομαι, είχε κάτι το άσχημο και διεστραμμένο πάνω της. Η μητέρα της, μια χοντρή με συρμάτινη φωνή, μιλούσε και γελούσε ακατάσχετα. Ο πατέρας της, ο βιολιστής, κοιτούσε αρπαχτικά όλες τις γυναίκες. Τον είχα συλλάβει μάλιστα να κοιτάει με τον ίδιο τρόπο και τη μάνα μου. Ο μικρός, αν και μωρό ακόμα, είχε ένα ακανόνιστο σχήμα στο κεφάλι. Αλλά κι η Κινέζα η ίδια. Με τραβούσε όπως ο διάολος, αλλά κατά βάθος την φοβόμουν.


Ακούσαμε το πόμολο να στρίβει. Αμέσως τραβήχτηκα μακριά της. Εκείνη μ' απίστευτη ταχύτητα ανέβασε το βρακί της. Μου έκανε εντύπωση το πόσο ατάραχο έδειχνε το πρόσωπό της. Ήταν μια φίλη της μάνας μου, που είχε έρθει ν' αφήσει το σακάκι του ταγιέρ της.


— Τι κάνουν τα παιδιά εδώ; μας χαμογέλασε ανυποψίαστη.

— Τι να κάνουμε, παίζουμε, έκανε σοβαρή η Κινέζα.


Μόλις η γυναίκα έφυγε κι η τζαμένια πόρτα ξανάκλεισε, ξανάρθε πάνω μου.


— Έλα! μου είπε.

— Αποκλείεται. Δεν γίνεται, το είδες!

— Φοβάσαι;

— Ναι, φοβάμαι.

— Δεν φοβάσαι. Δεν θέλεις.


Το πρόσωπό της είχε γίνει κακό. Ξανακάθησε στο κρεβάτι. Έμεινε για λίγο αμίλητη κοιτώντας πεισμωμένη τον απέναντι τοίχο. Μετά σηκώθηκε και χωρίς να πει κουβέντα, περπάτησε αργά κι αποφασιστικά προς το σαλόνι. Άνοιξε την πόρτα. Αμέσως, ένα κύμα από μουσική και ομιλίες ήρθε από μέσα δυνατό.


Κάτι διαισθάνθηκα και την ακολούθησα από απόσταση. Την είδα να διασχίζει το σαλόνι και να κατευθύνεται προς τη μητέρα της. Σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της και φώναξε τόσο δυνατά, ώστε να είναι σίγουρη ότι θα την ακούσουν όλοι:


— Μαμά! Μαμά μου... και ψευτοέβαλε τα κλάματα.


Η μάνα της, που εκείνη τη στιγμή χαχάνιζε με μια άλλη κυρία, μόλις την είδε έτσι σοβάρεψε. Όλοι μέσα στο σαλόνι στράφηκαν προς το μέρος της. Στο μεταξύ, είχα μπει κι εγώ μέσα. Τους έβλεπα και μ' έβλεπαν.


— Μαμά, ο Κωστάκης μού ζητάει συνέχεια να φιλάει το παπάκι μου...


Και κλαίγοντας γοερά έτρεξε και χώθηκε στη χοντρή αγκαλιά της.

Έπεσε φοβερή παγωμάρα. Κάποιος έκλεισε το πικ-άπ. Όλοι κοιτάχτηκαν αποσβολωμένοι μεταξύ τους. Έπειτα έστρεψαν το βλέμμα τους σε μένα. Είχα γίνει κατακόκκινος όπως το παντζάρι.


Η γη είχε ανοίξει κάτω από τα πόδια μου, αλλά δυστυχώς δεν με κατάπινε. Στεκόμουν εκεί κοκαλωμένος, όλοι να με κοιτάνε σαν να έβλεπαν ένα τέρας. Κι ο κουτσός με το τεράστιο παπούτσι κι ο πατέρας μου κι ο αστυνομικός, όλοι οι οικογενειακοί φίλοι κι όλο μου το σόι.


Μόλις έσπασε η πρώτη αμηχανία, κάποιοι γέλασαν. Τότε η μάνα μου σηκώθηκε και μου έδωσε ένα σκαμπίλι.


Κι εγώ έδωσα κρυφά μέσα μου μια υπόσχεση, που όμως δεν κατάφερα να τηρήσω. Ότι αν την έβγαζα καθαρή απ' αυτή την ύπουλη εκδίκηση δεν θα ξαναεμπιστευόμουν ούτε θηλυκή γάτα.


Κωστής Γκιμοσούλης



Σχόλια από επισκέπτες: