Ο ασβός αυτός δεν είχε όνομα, όλοι τον φώναζαν ασβό, ή καλύτερα Ασβό. Όπως όλοι οι ασβοί έτσι και ο φίλος μας, ο Ασβός, ήταν κατάμαυρος με μία άσπρη, μεγάλη, ρίγα στην πλάτη. Όπως όλοι οι ασβοί έτσι και ο φίλος μας ο Ασβός (επανάληψη = μήτηρ μαθήσεως) ήταν μονογαμικός τύπος. Φρόντισε, λοιπόν, από μικρός να βρει το ταίρι του, που όλα τα μέλη της αρσενικοκρατούμενης κοινωνίας στην οποία ζούσαν, την φώναζαν Ασβούλα.
Το νεαρό ζεύγος των ασβών ζούσε σε ένα μικρό καλυβάκι, έξω από την πόλη, πράγμα πολύ λογικό και αναμενόμενο, οφείλω να προσθέσω, αφού όντας ασβοί εξέπεμπαν απίστευτη δυσοσμία! The only γείτονας around ήταν ένας, μεγάλος σε ηλικία, μυρμηγκοφάγος, που για καλή του(ς) τύχη είχε χάσει, εδώ και αρκετά χρόνια, την αίσθηση της όσφρησης. Τώρα θα αναρωτηθείτε τι δουλεία έχει ένας υπερήλικας μυρμηγκοφάγος στην ερημιά, όταν κάλλιστα θα μπορούσε να ζει άνετα σε έναν οίκο ευγηρίας κάπου στο Παρίσι (έτσι είναι το όνομα της πιο κοντινής πόλης). Clue: ο γερο-μυρμηγκοφάγος, που άκουγε στο όνομα Μη, ήτανε και γαμώ τα παιδιά και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Υπερβολικά δραστήριος για την ηλικία του, ο γέρο-Μη δε γούσταρε να χάνει τον χρόνο του παίζοντας μπριτζ με αποβλακωμένους συνομήλικους του, αλλά ούτε και να συναναστρέφεται ξενέρωτους νέους, άσε που όλα τα μυρμήγκια είχαν εγκαταλείψει προ πολλού το Παρίσι και την είχαν κάνει για την εξοχή, γεγονός που έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο όσον αφορά τον αυτό-εξοστρακισμό του, αφού είχε μία αδυναμία στα μυρμηγκο-safari.
Μεγάλη μορφή ο μυρμηγκοφάγος. Φανατικός οπαδός της drug (ή drag)-culture, με μεγάλη, μετα αξιώσεων και των απαραίτητων κυρώσεων (βεβαίως-βεβαίως) θητεία στα bad trips, επιμελώς φροντισμένο junkie-look, όπως περίπου και ο Jeff Bridges στο The Big Lebowski, ελαφρώς πιο γερασμένος και βρώμικος φυσικά, ποτέ του δεν αρνήθηκε να απλώσει τα κουλά του σε τρυφερές υπάρξεις του ετερόφυλου ζωικού πληθυσμού. Με λίγα λόγια ο τύπος δεν ήταν τίποτα λιγότερο από έναν ξεμωραμένο τρελλο-πρεζο-πορνό-γερο. I hope you get the picture! Anyway τα τρία μπουμπουκάκια (και ουχί γουρουνάκια) έκτος από γείτονες, ήταν και αγρότες. Καλλιεργούσαν δε τρομερά ξερο-ράδικα και φοβερά διαγαλαξιακά μανιτάρια, τα οποία ήταν δώρο των διαστημικών παρανυχίδων, που τους είχαν επισκεφτεί πρόσφατα (άλλη ιστορία αυτή…στο άλλο τεύχος), και που είχαν χίλιες δυο χρήσεις.
Βέβαια το καλύτερό τους ήταν οι τρελλο-μανιταρο-πρεζό-σουπες που έφτιαχνε η Ασβούλα (μια μυστική συνταγή που είχε κληρονομήσει από την μάνα της) και απολάμβαναν μετα μουσικής κάθε που βράδιαζε. Έτσι που λετε, μόλις έπεφτε το σούρουπο παράταγαν τις δουλείες, έβαζαν ένα δισκάκι (προφανώς βινυλίου) στο pick-up, άκουγαν ωραίες μουσικές και έπιναν τη σουπίτσα τους. Ερώτημα Ααά που προκύπτει από τα άνωθεν : ρεύμα για να λειτουργήσει το pick-up που στο διάολο βρήκαν; Απάντηση στο ερώτημα Ααά : είπαμε τα ξερο-ράδικα και τα διαγαλαξιακά μανιτάρια είχαν πολλές χρήσεις (και ο νοών νοείτω). Ερώτημα Βου που προκύπτει από τα άνωθεν : γιατί βινύλιο; CD δεν υπήρχαν; Απάντηση στο ερώτημα Βου : και cd και dvd και mini-disc και από όλα είχαν στην εποχή τους οι ασβοί και ο μυρμηγκοφάγος. Απλά ο καθένας τους είχε έναν ξεχωριστό λόγο για αυτή τους την επιλογή.
Ο Ασβός ισχυριζόταν ότι ο ήχος του βινυλίου ήταν πιο γλυκός και κλάσης ανώτερος από αυτόν του cd. H σύζυγός του σκάλωνε πολύ άσχημα όταν χάζευε τους δίσκους να γυρνάνε στο πλατό και όταν περιεργαζόταν τα μεγάλα τους εξώφυλλα, που ήταν σαφώς ανώτερης αισθητικής από αυτά τα μικροκαμωμένα των cd. O δε Μη, εκστασιαζόταν με τη μυρωδιά τους, άλλωστε το άρωμα του βινυλίου ήταν από τις ελάχιστες μυρωδιές που κατάφερναν να διαπεράσουν τη μπουκωμένη του προβοσκίδα. Καλά ως εδώ. Record stores όμως δεν υπήρχαν στις ερημιές, παρά μόνο στην πόλη. Κάποιος από τους τρεις τους λοιπόν έπρεπε κάθε λίγο και λιγάκι να κατεβαίνει στο Παρίσι για δισκότσαρκα.
Αυτό ήταν δουλειά του Ασβού, τι δουλειά δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Ο τύπος την είχε καταβρεί. Είχε κάνει την αναζήτηση δίσκων άθλημα! Στην αρχή κατέβαινε στην πόλη, έμπαινε στο πρώτο δισκοπωλείο (και ουχί cd-άδικο),τσίμπαγε ένα δισκάκι και μετά βουρ για το σπίτι ή μάλλον για την καλύβα του. Με τον καιρό άρχισε να γουστάρει. Ξόδευε όλο και περισσότερο χρόνο αναζητώντας ωραίες μουσικές. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να κυκλοφορεί στους δρόμους και στα record stores του Παρισιού με χειμωνιάτικο παλτό, ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο, με extra επένδυση από αποσμητικά αυτοκινήτων, μόνο και μόνο για να μην προκαλεί αηδία, λόγω δυσοσμίας, στους ιδιοκτήτες και στους υπόλοιπους πελάτες των καταστημάτων που επισκεπτόταν. Κι όλα αυτά για να μπορεί να ψαχουλεύει τα ράφια των δισκοπωλείων λίγο παραπάνω! Αρκετό καιρό μετά την πρώτη του επαφή με το άθλημα, ο Ασβός, είχε δικτυωθεί για τα καλά. Είχε εντοπίσει τα καλά δισκάδικα, είχε γνωρίσει τους ιδιοκτήτες τους και άλλους, με αυτόν, ομοιοπαθείς. Συζητούσαν, αντάλλαζαν δίσκους, μα πάνω από όλα κατανάλωναν μουσική. Μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο ο Ασβός κατέβαινε όλο και πιο συχνά στην πόλη. His wife είχε αρχίσει να ανησυχεί. "Ρε, λες ο motherf**kin' son of a bitch να έχει βρει καμιά γκόμενα; Καμία από αυτές τις ασβούλες της πόλης, τις αριστοκράτισες, τις ψευτοκουλτουριάρες, που δε βρωμάνε και κάνουνε κρα για ασβοβαρβατήλα αγροτική;!;!;" σκέφτηκε.
Τον στρίμωξε λοιπόν μια μέρα τον κύριο η Ασβούλα και έθεσε τα καυτά αυτά ερωτήματα επι τάπητος.Ο Ασβός αρνήθηκε κάθε κατηγορία, αν και είχε ψιλοφλερτάρει με την ιδιοκτήτρια ενός γωνιακού δισκοπωλείου ονόματει Κιουζάκενα (η ιδιοκτήτρια, όχι το δισκοπωλείο), αλλά αυτό μάλλον δε μετρούσε. Με τα πολλά ο φίλος μας κατάφερε να καθησυχάσει κάπως το έτερο ήμισι και όλα ήταν πάλι Ο.Κ. Until one day, on a July morning, ο Ασβός είχε κατέβει για δισκότσαρκα ως συνήθως, και η Ασβούλα με το γερο-Μη έσκαβαν τα χωραφάκια τους, ο μυρμηγκοφάγος κατελήφθη από αμόκ. Θες κάτι η υπερβολική ηλιακή ενέργεια να έκανε την κάτω προβοσκίδα του Μη να λειτουργήσει σαν ηλιόθερμο, θες κάτι οι αναθυμιάσεις από τα διαγαλαξιακά μανιτάρια να έδρασαν ως αφροδισιακό, ουδείς ξέρει.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο μυρμηγκοφάγος είχε τρομερές κάψες εκείνο το πρωινό. Μοιραίο θύμα εκείνης της ιατρικά και γενικότερα επιστημονικά ανεξήγητης σεξουαλικής έπαρσης ήταν το μοναδικό πλάσμα γένους θηλυκού σε ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων, η Ασβούλα δηλαδή. Τι θύμα, που τα 'θελε κι αυτής ο κώλος. Τι να σου κάνει η κακομοίρα. Από τότε που είχε καταπιαστεί κι ο άλλος με τις μουσικές δεν είχε δει χαρά πίσω από την ουρά της. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι το απόλαυσαν και οι δύο δεόντως. Ο δε μυρμηγκοφάγος από τη χαρά του, που λειτούργησαν τα υδραυλικά του μετά από τόσα χρόνια απραγίας, βγήκε από την καλύβα και είπε να το γιορτάσει με ένα διαγαλαξιακό μανιτάρι. Έκοψε λοιπόν ένα και το σαβούρωσε. Λίγο αργότερα, και υπό την επίδραση του παραισθησιογόνου μύκητα, ο τύπος έφαγε φρίκη, δεινόσαυροι άρχισαν να τον καταδιώκουν, άνθρωποι των σπηλαίων τον απειλούσαν με προϊστορικά τσεκουριά, βδέλλες με ενδυμασία εφοριακών τον κυνηγούσαν κρατώντας χαρτοφύλακες, ο ουρανός έβρεχε άπλυτα σωβρακοφάνελα, ψαλμωδίες αντηχούσαν στα αυτιά του, ιδρώτας τον είχε περιλούσει, ο ήλιος πλησίαζε επικίνδυνα την επιφάνεια της γης. Όλα έμοιαζαν να κινούνται, να γυρίζουν, να στροβιλίζονται. Και εκεί που λίγο πριν είχε νταγκλάρει κανονικά, ο γερο-Μη το έβαλε στα πόδια.
Σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς κάθε κατεύθυνση. Για μια στιγμή σταμάτησε. Σήκωσε ψηλά τα χέρια του. Έκλεισε τα μάτια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έβγαλε μια ιαχή και άρχισε να τρέχει προς το γκρεμό. Σταμάτημα δεν είχε ο πούστης. Ούτε όταν τον αντίκρισε δε σταμάτησε ο μαλάκας. Όπως ήταν λογικό σουβαριάστηκε καλά καλά. Τι σουβαριάστηκε δηλαδή που ίχνος δεν έμεινε. Αν τον έβρισκε ιατροδικαστής μετά την πτώση του, ούτε από την οδοντοστοιχία του δεν θα τον αναγνώριζε. Κάπως έτσι, άδοξα, πήγε ο μυρμηγκοφάγος. When η Ασβούλα άκουσε την ιαχή που έβγαλε ο καινούριος της αγαπητικός, έτρεξε έντρομη έξω και είδε το μελλοθάνατο τρωκτικό να τρέχει προς το γκρεμό (κάτι σαν το dead man running). Όσο κι αν φώναξε, όσο κι αν έκλαψε ο Μη δε σταματούσε με τίποτα. Όταν πια γκρεμοτσακίστηκε ο δικός της, πλησίασε στο cliff (στο χείλος του γκρεμού ντε) και αντίκρισε το μακάβριο θέαμα. Τρισεκατομμύρια σκέψεις διαπέρασαν το μυαλό της. Τι θα έλεγε στον Ασβό; Σίγουρα θα ήταν η υπ'αριθμόν ένα ύποπτη για το θάνατο του μυρμηγκοφάγου! Πως θα αποδείκνυε στις μπατσονυφίτσες την αθωότητα της; Κι αν έλεγε την αλήθεια πως θα αντιδρούσε ο σύζυγος; Πώς θα συνέχιζε τη ζωή της χωρίς τον υπερεραστή των πέντε ηπείρων; Αυτά και πολλά άλλα γυρνούσαν μέσα στο κεφάλι της.
Next up was υστερία! Κλάμα, στριγκλίδι, μαλλιοτράβηγμα η δικιά σου. Μέσα στην υστερία και τη θολούρα της, σκέφτηκε 'What the f**k!' και πήδηξε στο γκρεμό. Η πτώση ήταν εντυπωσιακή (οι πέτρες ακόμη την θυμούνται και έχουν να λένε), η δε κατάληξη ήταν εμετικά απολαυστική! Ήρθε κι έπεσε ακριβώς πάνω στο πτώμα (ή μάλλον σε ότι είχε απομείνει από το πτώμα) του πάλαι ποτέ πορνόγερου. Σχημάτισαν έτσι μια άμορφη μάζα από οστά, σάρκα, γούνες, ουρές και προβοσκίδες. After the δισκότσαρκα was over και ο Ασβός επέστρεψε, ανήσυχος άρχισε να ψάχνει για το έτερο ήμισυ και το γείτονά του. Σε κάποια φάση οι δυνάμεις του σύμπαντος τον έσπρωξαν προς τη μεριά του γκρεμού. Είδε την άμορφη μάζα, αλλά που να φανταστεί ότι αυτό που έβλεπε ήταν τα απομεινάρια των δυο αγαπημένων του προσώπων. Τουναντίον σκέφτηκε 'Ποιος μαλάκας έριξε πάλι μπάζα στο γκρεμό;!;!' και γύρισε στην καλύβα του, όπου και έστριψε ένα τσιγαράκι για να χαλαρώσει.
Χαλαρός και μακράν πιο ψύχραιμος πλέον, κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι τίποτε το ανησυχητικό δεν συνέβη στην Ασβούλα και το Μη. In fact ήταν τόσο πεπεισμένος ότι από στιγμή σε στιγμή θα έμπαιναν στην καλύβα, που κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα και έστριψε άλλο ένα τσιγαράκι για να του κάνει παρέα όσο θα περίμενε. Κάπως έτσι χαλαρά, πάντα καθήμενος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, ξόδεψε τρεις μέρες από την ζωή του ο φίλος μας. Τρεις ολόκληρες μέρες είχαν περάσει. Βαρέθηκε να περιμένει. Σηκώθηκε, τίναξε τις στάχτες και τις αμέτρητες γόπες από πάνω του, έβαλε την special καμπαρτίνα-παλτό του, και κατέβηκε στην πόλη. Στον δρόμο, οι αμέτρητες κυψέλες του εγκεφάλου του γέμισαν με ισάριθμα σενάρια για το που βρίσκονταν και γιατί τον εγκατέλειψαν οι δικοί του.
Βέβαια κανένα από τα σενάρια δεν πλησίαζε ούτε στο ελάχιστο αυτό που πραγματικά τους συνέβη. Αντιθέτως η υπόθεση που τελικά υπερίσχυσε των υπολοίπων, ήταν αυτή που ήθελε την Ασβούλα να αποπλάνησε το Μη, και μετά να δραπέτευσαν από τα δεσμά της κοινωνικής κατακραυγής για να βρουν καταφύγιο σε ένα εξωτικό νησί της καραϊβικής, όπου και θα απολάμβαναν ,εκτός από το τροπικό κλίμα και το αβυσσαλέο και αχαλίνωτο sex, τις συναυλίες της crooner tropical Μπανάνα Μούσχουρη, που τόσο άρεσε στην Ασβούλα. With these thoughts in his mind ο Ασβός έφτασε στο Παρίσι. Ελαφρώς τσαντισμένος-πικραμένος-απογοητευμένος κατευθύνθηκε προς το γωνιακό δισκάδικο που τόσο του άρεσε να συχνάζει. Χώθηκε (ή καλύτερα χάθηκε) για λίγη ώρα ανάμεσα στους δίσκους και επέλεξε μερικούς από αυτούς προς κατανάλωση, άρα και προς παρηγοριά για τα στραβά που του είχαν τύχει. Πλησίασε το ταμείο, έβγαλε τα λεφτά από την τσέπη της καμπαρτίνας του για να πληρώσει και σήκωσε το βλέμμα του, που καρφώθηκε στα μάτια της Κιουζάκενας, της ιδιοκτήτριας του record store. Σαν να διάβασε τη σκέψη του, τον ρώτησε τι συμβαίνει και είναι τόσο προβληματισμένος και λιγομίλητος.
Ο Ασβός της εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί, και η Κιουζάκενα προσφέρθηκε να τον παρηγορήσει προσκαλώντας τον το βράδυ στο σπίτι της. Αρνήθηκε ευγενικά, την αποχαιρέτησε και γύρισε για να φύγει…. And then it hit him right στην καρκάλα. Έκανε μια στροφή 180° και μεταφορικά και κυριολεκτικά (πππσστττ καλά εεε). Πλησίασε την όμορφη δισκοπώλενα και την προσκάλεσε στην καλύβα του. Αυτή με τη σειρά της πήγε να το παίξει δύσκολη. Δεδομένης της αρχικής απόρριψής της, έδειξε κάπως σκεπτική, τελικά όμως υπέκυψε στην γοητεία του ασβού και δέχτηκε την πρόσκληση. Έτσι με το που έπεσε το σούρουπο, η Κιουζάκενα πήρε ένα δίσκο τον τύλιξε σε λαδόχαρτο, κλείδωσε το μαγαζί της και ξεκίνησε για του Ασβού το σπίτι. Γευμάτισαν, έστριψαν ένα τσιγαράκι, τα είπαν λιγάκι και τότε…ο Ασβός έσκισε το περιτύλιγμα του δίσκου. Γεμάτος ικανοποίηση είδε στο εξώφυλλο τη φάτσα του Barry White να του χαμογελάει πονηρά. Έριξε ένα λάγνο βλέμμα στην Κιουζάκενα, πέταξε τον δίσκο στο πλατό και…..
Σχόλια από επισκέπτες: